Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια
Στο σπίτι του παππού, στο νησί, έμπαινα πάντα με λαχτάρα. Κάθε καλοκαίρι η ίδια θριαμβευτική είσοδος. Πρώτα με τη μύτη: ντομάτες γεμιστές το γεύμα υποδοχής. Ύστερα με τα πόδια: τρεχάλα τις σκάλες πάνω να δω ένα ένα τα δωμάτια, να βεβαιωθώ πως όλα ήταν στη θέση τους. Και ήταν. Αλλά η ώρα των μεγάλων ανακαλύψεων ήταν η μεσημεριανή. Όταν οι μεγάλοι κούφωναν τα πατζούρια και επέβαλαν σιωπή σε μας τους μικρούς, επί ποινή «κατσάδα νούμερο 5», τότε έπαιρνα «τα βιβλία για μεγάλους» που αναπαύονταν στα ράφια του ροζ δωματίου. Ίδια πάντα. «Μη θυμώνεις Ιμογένη», «Το Χρονικό των Φορσάιτ», και το βιβλίο της μικρής αποκάλυψης: Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια του Στρατή Μυριβήλη.
Γύρω στα δώδεκα ήμουν. Δεν ήταν το περιεχόμενο, δεν ήταν η πλοκή, δεν ήταν η λαγαρή γλώσσα του Μυριβήλη, δεν ήταν τα πάθη των ηρώων που με μάγεψαν. Ή μάλλον ήταν όλα αυτά, αλλά κυρίως ότι ήταν το σωστό βιβλίο, τη σωστή ώρα, στον σωστό τόπο. Από τότε κατάλαβα ότι υπάρχουν βιβλία που μεγεθύνουν τον χώρο, οξύνουν τις αισθήσεις σου και τις φέρνουν σε κατάσταση ετοιμότητας για να προσλάβουν τον τόπο που σε περιβάλλει. Δεν σχολιάζεται συχνά αυτό, περνά απαρατήρητο, αλλά υπάρχει στ’ αλήθεια το κατάλληλο βιβλίο όχι για τον κατάλληλο αναγνώστη, αλλά για τον κατάλληλο τόπο.
Μέσα από τις σελίδες της Δασκάλας οι ελαιώνες, η θάλασσα, το τερέτισμα των τζιτζικιών και το άλλο εκείνο τερέτισμα, της καρδιάς, αντήχησαν αλλιώς. Το νησί πήρε το σχήμα του βιβλίου. Ή το βιβλίο πήρε το σχήμα του νησιού, το ίδιο είναι. H oμορφιά απέκτησε όνομα, Σαπφώ, και ο έρωτας αποτυπώθηκε στο δάγκωμα ενός μήλου.
Εκείνη η σκηνή που η Σαπφώ δαγκώνει ένα μήλο κι ύστερα το δίνει στον Λεωνή, που χώνει τα δόντια του στη σάρκα του, εκεί ακριβώς που άφησε το αποτύπωμα της η Σαπφώ, παραμένει ένας από τους πιο δυνατούς ορισμούς της ερωτικής επιθυμίας για μένα! Το μήλο της Εύας γεμάτο ενοχή και η απαγόρευση να μεγεθύνει ακόμη περισσότερο την επιθυμία. Μια απαγόρευση που επέβαλλε ο σεβασμός στη μνήμη του φίλου του Λεωνή που είχε χαθεί στον Μεγάλο Πόλεμο. Ήθελα να αψηφήσει ο ήρωας τις αναστολές του, αλλά από την άλλη χωρίς τις ιδέες, χωρίς την ηθική του ήρωα, δε θα υπήρχε ιστορία, δε θα υπήρχε Σαπφώ, έρωτας, τίποτα δε θα υπήρχε.
Γνώρισα τότε τη μέθη αυτή, του «υπό την επήρεια ενός βιβλίου». Όπου η πραγματικότητα, η καθημερινότητα διαθλάται μέσα από τη ματιά του συγγραφέα, που σε έχει πάρει από το χεράκι και σε έχει μάθει να βλέπεις με τα δικά του μάτια. Δεν το καταλάβαινα ακριβώς, αλλά το ένοιωθα πως έτσι αποκτούσε άλλο νόημα η ζωή. Ανέπτυσσα λοιπόν μια ιδιωτική ζωή, απολύτως νόμιμη, και απολύτως παράνομη κατά κάποιο τρόπο! Τότε δεν υπήρχε η λέξη «φιλαναγωσία». Κανείς δε σε παρακαλούσε να διαβάσεις. Ούτε γράφονταν βιβλία για εφήβους. Μετά τα παιδικά, περνούσες κατευθείαν στη βιβλιοθήκη των γονιών σου! Σίγουρα κάποιος μεγάλος θα σου συνέστηνε να διαβάσεις Κοσμά Πολίτη, το Λεμονοδάσος, ή τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, αλλά τα ράφια στο ροζ δωμάτιο ήταν για όλους!
Και κάπως έτσι έγινα για λίγο Σαπφώ, κι ύστερα Μόνικα (Eroica), κι ύστερα ένας «Πάνας» (Ο Παν, Μυριβήλης) που τριγύριζε στα άγρια δάση του νησιού, ένα ξωτικό σωστό και άλλες πολλές μεταμορφώσεις με περίμεναν. Κι ακόμη με περιμένουν κι άλλες, πολλές. Ευτυχώς. Ώσπου κάποια μέρα, αν πρέπει να γυρίσω στην αρχική μου μεταμόρφωση, θα διάλεγα τη Σαπφώ.
———————————————————————-
Η Ελένη Σβορώνου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και ειδικεύτηκε στη διαχείριση πολιτιστικής κληρονομιάς, στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Εργάζεται ως υπεύθυνη του Προγράμματος Κατάρτισης Ενηλίκων στο Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF Ελλάς). Παράλληλα, έχει γράψει βιβλία για παιδιά και αρθρογραφεί στην παιδική εφημερίδα “Ερευνητές” της Καθημερινής και στο diavasame.gr. Το βιβλίο της “Σκληρό Καρύδι” (εκδ. Καλειδοσκόπιο) συμπεριλήθηκε από τη Διεθνή Παιδική και Νεανική Βιβλιοθήκη του Μονάχου στα White Ravens 2016, τιμητική διάκριση που απονέμεται σε βιβλία που αξίζουν διεθνούς προσοχής λόγω των θεμάτων που πραγματεύονται και της εξαιρετικής και πρωτοπόρου εικαστικής και λογοτεχνικής προσέγγισής τους.