Θοδωρής Κούκιας

Κάθε μήνα, ένας άνθρωπος από τον χώρο του παιδικού βιβλίου γράφει στην Κόκκινη Αλεπού για το δικό του αγαπημένο παιδικό βιβλίο, αυτό που διάβαζε όταν ήταν παιδί.

*Επιμέλεια στήλης: Ζωή Κοσκινίδου

Πρέπει να ήμουν στη Γ΄ ή στη Δ΄ Δημοτικού. Τέλη δεκαετίας ογδόντα. Ο ρόλος μου, βιβλιοθηκάριος στη σχολική βιβλιοθήκη. Όταν λέμε βέβαια σχολική βιβλιοθήκη, εννοούμε δύο παλιά παράθυρα, που για κάποιον λόγο είχαν χτιστεί και μετατραπεί σε ντουλαπάκια, με φύλλα από τζάμι (ενδεχομένως τα παλιά παραθυρόφυλλα), εντός των οποίων υπήρχαν τρία ράφια με παιδικά βιβλία. Το πλεονέκτημά μου ως βιβλιοθηκονόμος είναι ότι είχα το προνόμιο να διαλέγω και να διαβάζω πρώτος τα βιβλία που μου άρεσαν. Βέβαια το προνόμιο αυτό ερχόταν πακέτο με μια ευθύνη, σύμφωνα με τη δασκάλα μου, την κυρία Μιράντα, ότι θα έπρεπε να ενημερώνω και τους συμμαθητές μου για αυτά που διάβαζα και να κάνω ξεχωριστές προτάσεις στον καθένα. 

Έτσι όταν κατέφθασε στο σχολείο το βιβλίο «Τα Ξύλινα σπαθιά» του Παντελή Καλιότσου, με εκείνο το υπέροχο εξώφυλλο του Κέδρου, όπου δύο σειρές σκιών παρελαύνουν με κάτι κόκκινα σπαθιά στα χέρια, δεν υπήρχε περίπτωση να μη μου τραβήξει το ενδιαφέρον. Ποιος θα μου το έλεγε ότι πολλά χρόνια αργότερα θα βρισκόμουν κι εγώ κάτω από τη ζωογόνα σκιά του “Κέδρου”, να γράφω βιβλία για παιδιά και για νέους. Θες ο τίτλος, θες η εικόνα, θες ότι στο χωριό είχαμε αρχίσει ήδη να μοιραζόμαστε σε ομάδες με αντικρουόμενες αντιλήψεις, (ανωμερίτες εναντίον κατωμεριτών, παλιοί μαθητές εναντίον καινούριων, παναθηναϊκοί εναντίον ολυμπιακών κ.λπ.) θεώρησα ότι το βιβλίο εκείνο θα μου φαινόταν ένας χρήσιμος οδηγός πλοήγησης για την επιβίωση στο «πεδίο της μάχης».

Και όντως, το βιβλίο δούλεψε ως εγχειρίδιο «μαγκιάς», αφού επί ένα ολόκληρο καλοκαίρι απαντούσα σε κάθε διαφωνία με εκείνη την επική (και καθόλου διαλλακτική) ατάκα που είχα ξεσηκώσει από το κείμενο: «γούστο μου, καπέλο μου και καουμποιλίκι μου». Στους γονείς μάλιστα τη χρησιμοποιούσα τόσο συχνά που δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν έμπαινα πρόωρα στην εφηβεία ή αν απλώς είχα μπλέξει με κακές παρέες. Κάποια στιγμή με μάλωσε η κυρία Μιράντα που αντιμετώπιζα το βιβλίο ως εγχειρίδιο του καλού «πολεμιστή» και όχι ως ένα αντιπολεμικό έργο, όπως και ήταν. Μου πρότεινε να το διαβάσω δεύτερη και τρίτη φορά. Με συμβούλεψε να καταγράψω σε ένα μικρό σημειωματάριο εκφράσεις που χρησιμοποιούνταν ως οξύμωρα σχήματα και μεταφορές στην ιστορία, αφενός για να αντιληφθώ τα βαθύτερα νοήματα του βιβλίου και αφετέρου για να βελτιώσω την έκφρασή μου στις εκθέσεις (πού να είναι άραγε εκείνο το σημειωματάριο;).

Ένα «κολπάκι» ενίσχυσης της φιλαναγνωσίας μετά του ωφελίμου, το οποίο έχω υιοθετήσει κι εγώ σήμερα και το εφαρμόζω σε αντίστοιχες περιπτώσεις με τους μαθητές και τις μαθήτριές μου. «Τα στάχυα είναι λυπημένα […] γιατί και η δεσποινίς Ελένη είναι λυπημένη», «δύο μικροί φεγγίτες αλεπουδίσια μάτια», «μύτη σαν χειροβομβίδα», «θορυβώδης σαν εργοστάσιο»,  είναι τόσο πυκνός, χιουμοριστικός και αλληγορικός ο λόγος του Καλιότσου, που πιάνω τον εαυτό μου μέχρι και σήμερα να θυμάμαι και να χρησιμοποιώ φράσεις από εκείνο το βιβλίο, συνοδευόμενες από ένα πλατύ χαμόγελο νοσταλγίας. 

“Τα ξύλινα σπαθιά*” είναι ένα από τα πιο όμορφα αντιπολεμικά παιδικά βιβλία έχουν γραφτεί, όσο μου επιτρέπουν βέβαια οι παραπάνω παράμετροι να είμαι αντικειμενικός. Και δε μένει μόνο εκεί, ασκεί κριτική στον τρόπο που οι γονείς και οι δάσκαλοι διαπαιδαγωγούν τα παιδιά και ιδιαίτερα τα αγόρια, μεταλαμπαδεύοντάς τους άκριτα στερεότυπα και στείρες ιδέες που καμία σχέση δεν έχουν με τις προοδευτικές κοινωνίες. Καταφέρνει, όμως, και κάτι άλλο αξιοζήλευτο το βιβλίο αυτό, σε βοηθάει να σχηματίσεις μια εικόνα για την αξία της συλλογικής ταυτότητας και της κοινωνίας αλληλεγγύης, παρουσιάζοντας με χιουμοριστικό, ευφάνταστο τρόπο όλες τις προσκλήσεις και τα εμπόδια που θα συναντήσεις στον δρόμο για τη διεκδίκησή τους.

[*σ.σ. Το βιβλίο “Τα ξύλινα σπαθιά” πρωτοκυκλοφόρησε το 1974 από τις Εκδόσεις Κέδρος. Το 1996 και με διαφορετικό εξώφυλλο, βγήκε από τις εκδόσεις Πατάκη, όπου εξακολουθεί να εκδίδεται, έχοντας ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 26.000 αντίτυπα].


Ο Θοδωρής Κούκιας γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γιάννενα. Σπούδασε οικονομικά στην Ελλάδα και στην Αγγλία. Συνέχισε τις σπουδές του στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο αποφοιτώντας από τη σχολή Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Παράλληλα συμμετέχει σε ομάδες συγγραφής εκπαιδευτικών εγχειριδίων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ενώ έχει τιμηθεί δύο φορές με το βραβείο Αριστείας και Καινοτομίας από το Υπουργείο Παιδείας για τη συνεισφορά του στην εκπαίδευση. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα βιβλία του για παιδιά και για νέους Το μουσείο των αποξηραμένων συναισθημάτων (2016), Ο πυροβάτης των αστεριών (2018) και Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες (2022), βιβλίο που τιμήθηκε ως το Καλύτερο Εφηβικό στα λογοτεχνικά βραβεία του περιοδικού Ο Αναγνώστης.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Μαρίζα Ντεκάστρο

Κάθε μήνα, ένας άνθρωπος από τον χώρο του παιδικού βιβλίου γράφει στην Κόκκινη Αλεπού για το δικό του αγαπημένο παιδικό βιβλίο, αυτό που διάβαζε όταν ήταν παιδί. Σειρά παίρνει η συγγραφέας και κριτικός Μαρίζα Ντεκάστρο.

Ελένη Σβορώνου

Κάθε μήνα ένας άνθρωπος από τον χώρο του παιδικού βιβλίου γράφει στην “Κόκκινη Αλεπού” για το δικό του αγαπημένο παιδικό ή εφηβικό βιβλίο, που διάβαζε όταν ήταν ήταν εκείνος παιδί.

Βαγγέλης Ηλιόπουλος

Κάθε μήνα ένας άνθρωπος από τον χώρο του παιδικού βιβλίου γράφει στην “Κόκκινη Αλεπού” για το δικό του αγαπημένο παιδικό βιβλίο, που διάβαζε όταν ήταν ήταν εκείνος παιδί. Σήμερα, o πολυβραβευμένος συγγραφέας Βαγγέλης Ηλιόπουλος γράφει για τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και την αγάπη που έχει στο έργο του.