Η ανυπόταχτη φύση του Ροβίνσωνα Κρούσου ταίριαζε απόλυτα στον παιδικό μου χαρακτήρα.
Μπορεί το βιβλίο να κατηγορήθηκε ως σύμβολο της βρετανικής αποικιοκρατίας, ως οδηγός της πουριτανικής ηθικής και θεολογίας του Προτεσταντισμού και ειδικότερα των Καλβινιστών, ωστόσο για μένα, για ένα δεκάχρονο αγόρι, ο «Ροβινσώνας Κρούσος» του Ντάνιελ Ντεφόε, ήταν η αγαπημένη μου ιστορία. Η ανυπόταχτη φύση του Ροβίνσωνα Κρούσου, ενός νεαρού Άγγλου που αγνοεί τη θέληση των γονιών του να γίνει δικηγόρος και μπαρκάρει ναυτικός, διψώντας για περιπέτειες και μεγάλα μακρινά ταξίδια, ταίριαζε απόλυτα στον παιδικό μου χαρακτήρα. Έχοντας μεγαλώσει μέχρι τα έξι μου χρόνια σ’ ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας, δίπλα στη λίμνη Δοϊράνη, μαθημένος να τριγυρνάω ολημερίς στα χωράφια, στα βουνά και στα ποτάμια της περιοχής, άλλες φορές ξυπόλητος και άλλες φορές καβάλα επάνω στο ποδήλατο μου, να στήνω παγίδες για ψάρια και πουλιά, μου είχε κακοφανεί πάρα πολύ η μετακόμισή μας στο αστικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης.
Ήτανε λογικό και αναμενόμενο, λοιπόν, όταν έπεσε στα χέρια μου «Ο Ροβινσώνας Κρούσος» να κολλήσω μαζί του. Το βιβλίο το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα και φανταζόμουν τον εαυτό μου ναυαγό σ’ ένα νησί, να κοιμάται νύχτα πάνω σ’ ένα δέντρο, για να αποφύγει τα άγρια ζώα, να κατασκευάζω μία σχεδία για να μεταφέρω υλικά από το ναυαγισμένο καράβι, να στήνω το σπιτικό μου σε μία σπηλιά, να καλλιεργώ τη γη και να εκτρέφω ζώα μονάχος μου… Όταν τα καλοκαίρια επέστρεφα ξανά στο χωριό η πρώτη μου δουλειά ήταν να στήσω ένα «καταφύγιο» κατά τα πρότυπα του Ροβίνσωνα. Έβρισκα κάποιο κοίλωμα σε βράχο ή κάποιο δέντρο που τα κλωνάρια του κρέμονταν μέχρι τη γη, κουβαλούσα ότι ξύλα και καδρόνια έβρισκα, ξεσήκωνα ένα σωρό σκεύη από την κουζίνα της γιαγιάς και μετά άρχιζα το χτίσιμο. Πολλές φορές δε δίσταζα να στήσω ένα παρόμοιο σκηνικό στο σαλόνι του σπιτιού μας στη Θεσσαλονίκη. Με κουβέρτες, σεντόνια, γλάστρες και άλλα υλικά, στα παιδικά μου μάτια το τσαντίρι μου, όπως το αποκαλούσε η μάνα μου, με μετάφερε στο απομακρυσμένο τροπικό νησί κοντά στο Τρινιντάντ.
Συντροφιά σε αυτή τη φανταστική μου επιβίωση, όπως και ο Ροβινσώνας Κρούσος, είχα μόνο ένα σκύλο, το σκύλο του παππού μου, τον Μπούμπη, γάτες δεν μπορούσα να πείσω να με ακολουθήσουν, και το πρόβλημα μου ήταν η εύρεση ενός ιθαγενή, που θα τον εκπαίδευα στον δυτικό πολιτισμό και θα τον έκαναν κοινωνό των χριστιανικών αξιών. Όταν ο μικρός μου αδερφός, το εύκολο θύμα, αρνιότανε να παίξει τον ρόλο του Παρασκευά, γιατί τον ενοχλούσε που τον φερόμουν ως δούλο, αναγκαζόμουν να παρακαλώ φίλους ή ξαδέρφια και στην έσχατη περίπτωση έπαιζα εγώ και τους δύο ρόλους. Και η σχέση αφέντη δούλου, όπως και οι άλλες δύο βασικές ιδέες του βιβλίου, ο εκπολιτισμός και ο εκχριστιανισμός των πρωτόγονων βάρβαρων ιθαγενών, με γοήτευαν εξίσου με τη ζωή στη φύση και την περιπέτεια της επιβίωσης.
Όταν τώρα αναρωτιέμαι γιατί και τα τρία αυτά μοτίβα εύρισκαν μεγάλη ανταπόκριση στην παιδική μου ιδιοσυγκρασία, δεν μπορώ να μην τα συνδέσω με την έντονη χριστιανική και εθνοκεντρική κουλτούρα που κυριαρχούσε στα σχολεία της Χούντας στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Όταν πολύ αργότερα, έφηβος πλέον, διάβασα το μυθιστόρημα, «Παρασκευάς ή στις μονές του Ειρηνικού» μια μεταγραφή της ιστορίας του Ροβινσώνα Κρούσου από τον Μισέλ Τουρνιέ, τριακόσια χρόνια μετά, το 1986, ανακάλυψα έναν άλλο Ροβινσώνα, πιο κοντά ίσως στον Ροβινσώνα που «θα ήθελα» πλέον να είμαι. Ο Ροβινσώνας του Τουρνιέ παραδίδεται στον νεαρό ιθαγενή και ανακαλύπτει μια ζωή έξω από τις νόρμες όσων πρέσβευε η κοινωνία από την οποία προερχόταν, έναν Ροβινσώνα που αρνείται τον υλικό ευδαιμονισμό, αγαπάει και σέβεται τη φύση, δέχεται τον Άλλον και εντέλει σε αντίθεση με τον Ροβινσώνα του Νταφόε, μένει στο νησί για πάντα.
Ο Γιώργος Χατζόπουλος σπούδασε Παιδαγωγικά, Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Συγκριτική Λογοτεχνία σε μεταπτυχιακό επίπεδο στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Εργάζεται ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Έχει γράψει τα θεατρικά Μοργκεντάου (2003), Πλατεία Εμπορίου ή πόσο καλό είναι το φως (2004), Δρακόλιμνη (2018), τη νουβέλα Βγερού γλυκά φανού (Αιώρα, 2015) και το μυθιστόρημα για παιδιά Νι Πι ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής (Πατάκης, 2017).