Οι ιστορίες του Κατ Γάτοβιτς: Η Φάρμα των Ζώων

Δεν ξέρω πώς να σας το πω, αλλά ερωτεύτηκα! Γι’ αυτό και κάνατε μαύρα μάτια να με δείτε. Όλους αυτούς τους μήνες είχα μετακομίσει στην αυλή της όμορφης που τη λένε Μπιζού. Είναι τρυφερή και ευγενική και δε μπόρεσα ν’ αντισταθώ στη γλύκα της. Έκανα λοιπόν πέτρα την καρδιά μου κι άφησα τον Ευτύχη, που έτσι κι αλλιώς όλη μέρα κοπανάει τα πλήκτρα του υπολογιστή του και δε μου δίνει και πολλή σημασία. Τους τελευταίους μήνες ήταν τόσο κακόκεφος και μονόχνωτος που, ναι, το παραδέχομαι, η σχέση μας πέρασε μεγάλη κρίση.

Ούτε μουσική πια, ούτε παιχνίδια και αστεία, παρά μόνο κάτι περίεργες κουβέντες για κορώνες. Αφήστε που δεν ήρθε ψυχή στο σπίτι μας από το καλοκαίρι και μετά. Έτσι πήρα τη μεγάλη απόφαση και έκανα ένα γενναίο άλμα από το μπαλκόνι μια μέρα που είχε πάει για “6” όπως λέει τώρα όταν φεύγει. Παλιά έλεγε “Κατ, δε θ’ αργήσω!”, τώρα όλο κάτι μηνύματα στο κινητό, μουρμούρα κι ένα ξερό “Πάω για έξι”. Αναρωτιόμουν πώς θα καταφέρει να γυρίσει όρθιος άμα κατεβάσει έξι, αλλά έξι τι;

Στην αρχή είπα να τον κατασκοπεύσω, μα μετά σκέφτηκα να δοκιμάσω κι εγώ την τύχη μου  μ’ αυτό το “έξι” και… ξεπόρτισα. Τριγύρισα στη γειτονιά και ήταν πολύ ήσυχα. Ούτε παιδιά στην παιδική χαρά, ούτε η συνηθισμένη φασαρία. Δεν ξέρω τι είχε συμβεί, πάντως μου άρεσε πολύ που τριγυρνούσα έτσι αμέριμνος δίχως να νοιάζομαι για φασαριόζους οδηγούς και σίφουνες-ποδηλάτες. Πήρα το δρόμο προς τα παλιά μου λημέρια, μύρισα τις νεραντζιές, οσφρίστηκα τις λιχουδιές που τσιρτσίριζαν στις κουζίνες, μια κι είχε κιόλας μεσημεριάσει, κι είπα να τραβήξω προς τον Ανέστη τον σουβλατζή. Μα η πόρτα ήταν θεόκλειστη και τα παράθυρα αμπαρωμένα. Μυστήρια πράγματα. Άρχισα να σκέφτομαι πως οι πάντες θα έχουν πάει στο “έξι”, αλλιώς πώς εξηγείται να λείπουν όλοι μαζί; Και τότε την είδα! Καθόταν στο περβάζι ενός μικρούτσικου παραθύρου κι ήταν όμορφη σα ζωγραφιά!

Διάβαζε ένα βιβλίο που ο τίτλος του μού φάνηκε παράξενος ακόμα κι εμένα που έχω καταβροχθίσει τόνους χαρτί: Η φάρμα των ζώων. Πλησίασα και, χωρίς να την ενοχλήσω, προσπάθησα να δω περί τίνος πρόκειται. Αν κατάλαβα καλά, μιλούσε για μια πολύ παράξενη ιστορία. Σε μια φάρμα της Αγγλίας ζούσαν κάποια ζώα που κακοπερνούσαν καθώς το αφεντικό τους φερόταν ελεεινά. Αποφάσισαν λοιπόν να επαναστατήσουν για να απαλλαγούν από τον δυνάστη τους κι έτσι κατάφεραν να κάνουν το αγρόκτημα δικό τους. Μα δεν υπολόγισαν πως οι συνάδελφοι που ήταν αρχηγοί της επανάστασης θα έπαιρναν τη θέση του παλιού αφεντικού και μάλιστα με χειρότερη συμπεριφορά. Ποιος αντέχει τόση αδικία και καταπίεση και ποιος μπορεί να ζει χωρίς ούτε ένα προνόμιο, χωρίς ελευθερία, μα με το φόβο φωλιασμένο στην καρδιά του, καχύποπτος για όποιον βρίσκεται γύρω του, να τρέμει πως αν σηκώσει κεφάλι θα τον βρουν μεγάλες συμφορές;

Με έβαλε σε σκέψεις το βιβλίο και νομίζω πως όταν ξαναδώ τον Ευτύχη θα το συζητήσω μαζί του. Για την ώρα ξέρω ένα πράγμα μόνο. Πως η καρδιά μου χτυπαει πολύ δυνατά για την όμορφη Μπιζού και πως μέσα στο κεφάλι μου ακούω εκείνο το τραγούδι των Cure που μού έβαζε ο Ευτύχης όταν ήμουν πιο μικρός και χόρευα σαν τρελός, πηδώντας από το τραπέζι στον καναπέ και πάλι πίσω. Αλλά όπως καταλαβαίνετε η περίσταση δεν επιτρέπει τέτοιες τρέλες.

Το βιβλίο “Η Φάρμα των Ζώων” του George Orwell σε διασκευή Μιχάλη Μακροπουλου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα. Η εικονογράφηση ανήκει στη Θέντα Μιμηλάκη.


Η Θάλεια Καραμολέγκου είναι εκπαιδευτικός και ραδιοφωνική παραγωγός (Rock fm, En lefko, Ρόδον 94.4, Στο Κόκκινο 105.5, Athens voice radio 102.5). Kείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλά έντυπα και ιστότoπους (Ποπ+Ροκ, Ζοο, Aυγή, Popaganda, Athens Voice, Μουσική, Audio, κ.ά.) και έχει πλούσια αρθρογραφία σε θέματα λογοτεχνίας. Κάθε Κυριακή στις 8 μ.μ. ταξιδεύει στον Ωκεανό του Ήχου με βιβλία και μουσική από τη συχνότητα του Κosmos 93,6. Δεν πιστεύει στη διάκριση των βιβλίων σε παιδικά και ενηλίκων, αλλά μόνο καλά και κακά βιβλία.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ