Πρωτοδιάβασα το «Μεταξένιο» σε ένα σύντομο ταξίδι μου στην Αθήνα, από εκείνα που γίνονται από  νοσταλγία για τον τόπο της παιδικής μας ηλικίας. Οι επισκέψεις με την αδερφή μου στο βιβλιοπωλείο της καρδιάς μας έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια μια αγαπημένη συνήθεια. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση επίσης.

Ανάμεσα στα βιβλία που επιλέξαμε ήταν «Το μεταξένιο» του Κυριάκου Χαρίτου (εκδ. Μεταίχμιο, 2024). Το πρώτο που μας τράβηξε όσο το ξεφυλλίζαμε στον μικρό κήπο του αγαπημένου μας «Χάρτινου Καραβιού» ήταν η εικονογράφηση του Βασίλη Κουτσογιάννη. Εικόνες γεμάτες, ονειρικές, αυθύπαρκτες με έναν γοητευτικό, ιαπωνικό υπαινιγμό.

Το κείμενο του Κυριάκου Χαρίτου ήταν εκείνο που τελικά μας αιχμαλώτισε και τις δυο, όταν το διαβάσαμε, με ζεστή σοκολάτα στο σπίτι. Λόγος αιχμηρός, τρυφερός, άλλοτε καθησυχαστικός κι άλλοτε αφυπνιστικός. Στεκόμαστε για ώρα σε κάθε σελίδα, να τη χορτάσουμε. Τι είναι τα κλουβιά, αναρωτιόμαστε, φόβοι ή άνθρωποι; Για ποιον έχεις νιώσει πως είναι το ραφτάκι σου; Άραγε η μαμά και ο μπαμπάς ήταν μεταξένιοι; Εμείς; Μια μεγάλη, όμορφη, εξομολογητική κουβέντα που μας πήγε πίσω σε στιγμές γιορτής και θλίψης, σε στιγμές που μας έραψαν ή ράψαμε εμείς κάποιους με την ανθεκτική, βαμβακερή μας κλωστή.

Επιστρέφοντας στο Ηράκλειο το συζήτησα με την Εύα, τη δασκάλα που συνεργαζόμαστε στην Τετάρτη Τάξη. Κι εκείνη το είχε αγαπήσει εξίσου. Η Αναστασία, η δασκάλα της Πέμπτης, μου ομολόγησε πως έκλαψε όταν το διάβασε. Κι εκεί ήταν που άρχισα να προβληματίζομαι. Το βιβλίο ήταν αναμφισβήτητα υπέροχο από τη ματιά του ενήλικα, αλλά πώς θα διαβαζόταν από ένα παιδί;

Υπάρχει η τάση τα τελευταία χρόνια να γράφονται βιβλία με παιδικό περιτύλιγμα, αλλά στην πραγματικότητα απευθύνονται στους ενήλικες που τα αγοράζουν. Είναι αυτά τα βιβλία που διαβάζονται, συχνά πολύ ωραία, μόνο μεγαλόφωνα και μόνο με τη διαμεσολάβηση του γονέα ή του δασκάλου. Είναι αυτά τα ίδια βιβλία όμως που, όταν τα επιλέγουν τα παιδιά για να τα διαβάσουν μόνα τους στο σπίτι, δεν τα θεωρούν εξίσου ενδιαφέροντα. «Είναι βαρετό», «δεν το καταλαβαίνω», «μα δε γινόταν τίποτα», ακούω κατά καιρούς.

Το κριτήριό μου είναι πάντα τα παιδιά. Με έχουν κάνει να αναθεωρήσω τη γνώμη μου για βιβλία, με έχουν βοηθήσει να δω άλλα με τα δικά τους μάτια. Με απασχολούσε πολύ πώς θα το διάβαζα μαζί τους, αν θα το επέλεγαν για να το διαβάσουν μόνοι/ες τους. Μεγάλο στοίχημα η τάξη!

Την ώρα της μεγαλόφωνης ανάγνωσης τα παιδιά έδωσαν μεγάλο βάρος στην εικονογράφηση. Πρόσεξαν λεπτομέρειες που μου είχαν διαφύγει και συμπλήρωναν το κείμενο με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Για παράδειγμα, τα προβλημάτισε η ύπαρξη του πουλιού στην πρώτη εικόνα μέχρι που παρατήρησαν πως το ξερό κλαδί μιας επόμενης σελίδας είχε παρόμοιο περίγραμμα. «Ίσως να ήταν εκεί σαν σύμβολο της μαμάς του. Μπορεί εκείνη να χάθηκε αλλά το μεταξένιο θα ψάχνει να βρει σε άλλους ανθρώπους την αγάπη, την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη. Σίγουρα θα βρεθούν κάποιοι που θα του τα δώσουν. Γι’αυτό πέφτει στο φως στο καινούριο βλασταράκι, στην ελπίδα… Στην πρώτη εικόνα το φως έπεφτε στη μαμά του». «Κοντά στη μαμά του το μεταξένιο ένιωθε αγάπη, ηρεμία, εμπιστοσύνη, ασφάλεια αλλά και φόβο, γιατί η μαμά του το φόρτωνε με τους φόβους της…μάλλον αυτοί οι φόβοι είναι τα άδεια κλουβιά πάνω από τα κεφάλια  τους». «Έχω νιώσει σαν το μεταξένιο όταν  έβαλα σιδεράκια και με κορόιδευαν όλοι. Η μαμά μου με στήριξε τότε και με βοήθησε να το ξεπεράσω.»

Παρατηρήσεις σαν κι αυτές υπήρξαν πολλές και πυροδότησαν πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Άλλωστε θεωρώ πως «Το μεταξένιο» είναι από τα βιβλία με τα οποία μπορεί να κάνει κανείς θεατρικό παιχνίδι,  εκπαιδευτικό δράμα αλλά και φιλοσοφία με παιδιά. Πώς βλέπω εγώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη; Πώς με βλέπουν οι άλλοι; Οι πληγές μου με ποιον τρόπο με αλλάζουν; Πώς μπορεί κάποιος άλλος να γίνει το ραφτάκι μου, να με θεραπεύσει; Με ποιον ταυτίζομαι περισσότερο, με το ραφτάκι ή το μεταξένιο και γιατί; Ποιοι είναι οι «μεταξωτοί» άνθρωποι; Τι χρειάζεσαι για  να γιατρέψεις τις πληγές κάποιου; Μπορεί κανείς να γίνει ο ίδιος το ραφτάκι του εαυτού του; Αν ναι, με ποιον τρόπο; Αν όχι, γιατί;

Όταν οχτάχρονα παιδιά απολαμβάνουν την ανάγνωση ενός βιβλίου και δεν κουράζονται να συζητούν τόσο για την εικονογράφηση όσο και για το κείμενό του, όταν ακουμπά τις σκέψεις, τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις τους σημαίνει ότι έχει πετύχει τον στόχο του ως βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά. Όταν το ίδιο βιβλίο μπορεί να διαβαστεί σε ένα βιωματικό εργαστήριο ενηλίκων, τότε είναι ξεκάθαρα ένα διηλικιακό βιβλίο που συνομιλεί με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικά επίπεδα με κάθε αναγνώστη.

Τα αγαπώ πολύ αυτά τα βιβλία που μπορούμε να μοιραζόμαστε μικροί και μεγάλοι, που μας συνδέουν με την παιδική μας ηλικία, με το εσωτερικό μας παιδί και γίνονται σημεία συνάντησης και αναφοράς…

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα