
«Γιατί να διαβάσω βιβλίο μεγάλης φόρμας και να δεσμευτώ για πολύ καιρό;». «Δεν είναι πιο ευέλικτο να διαβάζω μικρότερα βιβλία πιο συχνά;». «Πώς να διαλέξω βιβλίο μεγάλης φόρμας;». «Κι αν δεν αρέσει στα παιδιά; Τι θα κάνω αν δεν τους αρέσει; Είναι σωστό να το αφήσω στη μέση;». «Το φοβάμαι, δεν το έχω δοκιμάσει ποτέ». «Νομίζω πως δεν μπορώ να το υποστηρίξω».
Αυτές είναι κάποιες από τις ερωτήσεις και τις σκέψεις που μοιράζονται συχνά μαζί μου δάσκαλοι και δασκάλες που κάνουν ήδη ή θέλουν να ξεκινήσουν μεγαλόφωνη ανάγνωση με την τάξη τους.
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ ένιωθα τις ίδιες ανησυχίες όταν πρωτοξεκίνησα. Θεωρούσα πως μπορούσα να έχω τον έλεγχο με ένα βιβλίο μικρότερης φόρμας. Υπέθετα πως είναι πιο ενδιαφέρον και πιο εύκολο για τα παιδιά να παρακολουθήσουν τη δράση, ενώ ένα πολυσέλιδο βιβλίο θα τα μπέρδευε και θα τα έκανε να βαρεθούν. Γι’αυτό και δε θα πρότεινα σε κάποιον να ξεκινήσει με ένα μακροσκελές μυθιστόρημα, ειδικά αν δε γνωρίζει καλά την τάξη του. Τα μικρότερα βιβλία αποτελούν το καλύτερο «ζέσταμα: δίνουν τον ρυθμό, ασκούν τα παιδιά στη συγκέντρωση και την ενεργητική ακρόαση, τα μυούν στην κριτική σκέψη και τα προετοιμάζουν για το επόμενο επίπεδο.
Πριν λίγο καιρό, ενώ διαβάζαμε με τα παιδιά της τάξης μου το βιβλίο της Kimberly Bradley Brubaker «Ο πόλεμος που έσωσε τη ζωή μου», συνειδητοποίησα πως συμμετείχαν ενεργά και με πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις παιδιά που δυσκολεύονταν πολύ στην κατανόηση κειμένου. Ενώ αδυνατούσαν να απαντήσουν στην πιο απλή ερώτηση που αφορούσε το καθημερινό κείμενο του βιβλίου της Γλώσσας, αντιλαμβάνονταν σε μεγάλο βαθμό και έκαναν συνδέσεις ανάμεσα στους ήρωες και τα γεγονότα του βιβλίου που διαβάζουμε. Συζητώντας το με συναδέλφους κατέληξα πως το κλειδί είναι αυτό ακριβώς που παλιότερα θα θεωρούσα εμπόδιο: το μεγάλο κείμενο.
Αυτό είναι που κεντρίζει το ενδιαφέρον των παιδιών. Το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου αποδυναμώνει την ένταση, απονευρώνει τους χαρακτήρες από το βάθος και το εύρος των σκέψεων και των πράξεων, τους κάνει να μοιάζουν επίπεδοι και αδιάφοροι. Αντίθετα, ένας χαρακτήρας που αλλάζει, που εξελίσσεται, που σε βαζει σε σκέψεις, που μπορείς να ταυτιστείς μαζί του, αν όχι σε όλες, σε κάποιες φάσεις της πορείας του σίγουρα είναι ελκυστικός και σε κάνει να θέλεις να τον γνωρίσεις καλύτερα. Η ενσυναίσθηση καλλιεργείται πιο άμεσα και αβίαστα όταν γνωρίζεις τα τρωτά σημεία του ήρωα, όταν συμπάσχεις και ωριμάζεις μαζί του. Το εντυπωσιακό είναι πως όλο αυτό έχει αντίκτυπο και στον γραπτό λόγο.
Αντί να βάλουμε ασκήσεις στα παιδιά που μοιάζουν πολύ με τις προκάτ εκθέσεις που γράφαμε στα χρόνια μου -οι παλιότεροι ξέρουν- μπορούμε να εμπλέξουμε τους ήρωες των βιβλίων. Η Έιντα από το βιβλίο που διαβάζω στην τάξη μου μπορεί να γράψει μια σελίδα στο ημερολόγιό της, να αφηγηθεί ένα γεγονός, να περιγράψει κάτι που η περιγραφή του δεν είναι τόσο ξεκάθαρη στο βιβλίο, να κάνει έναν διάλογο με τον αδερφό της, να γράψει ένα γράμμα στη μητέρα της, να επιχειρηματολογήσει για ένα θέμα ενισχύοντας τη θέση της.
Τα κείμενα που προκύπτουν μέσα από αυτή τη διαδικασία είναι γεμάτα φαντασία, δημιουργικότητα, ζωντάνια. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το μοίρασμα, η μεγαλόφωνη αναγνωσή τους στην ομάδα… αλλά αυτό είναι μια άλλη εξίσου ενδιαφέρουσα ιστορία.
Η ανάγνωση ολόκληρων βιβλιων ενισχύει τη διάρκεια και την ένταση της συγκέντρωσης των παιδιών, ενώ συντελεί στην ενδυνάμωση της βραχυπρόθεσμης και της μακροπρόθεσμης μνήμης. Στην πραγματικότητα θεωρώ, καθώς το βλέπω στην πράξη, πως όλα τα παιδιά επωφελούνται, αλλά ακόμη πιο ευεργετική είναι σε παιδιά που έχουν διάσπαση προσοχής.
Ακόμη και ο τρόπος που αποκωδικοποιούν το λεξιλόγιο είναι διαφορετικός καθώς ενσωματώνεται αβίαστα από τα παιδιά κι αυτό φαίνεται στον τρόπο που αρέσκονται να χρησιμοποιούν τις νέες λέξεις που έμαθαν στην καθημερινότητά τους.
Και αν όλα αυτά σας έχουν πείσει ως τώρα, θα πω πως η επιλογή βιβλίου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές και προτεινόμενες λίστες. Δε θα διάλεγα κανένα βιβλίο από τη λίστα που προτείνει το υπουργείο, για παράδειγμα, όχι επειδή δεν έχουν καλλιτεχνική αξία αλλά γιατί δεν έχουν να πουν τίποτα σε ένα παιδί της σημερινής εποχής. Χρειάζεται να αφουγκραστούμε καλά την ομάδα μας αλλά και τον εαυτό μας. Ένα βιβλίο που δούλεψε εξαιρετικά με μια τάξη, μπορεί να αφήνει παγερά αδιάφορη μια άλλη. Το κυριότερο είναι να επιλέξουμε ένα βιβλίο που ταιριάζει σ’εμάς και στην τάξη μας.
Παρόλα αυτά υπάρχει ένα βιβλίο που προτείνω συχνά σε όσους και όσες σκοπεύουν να ξεκινήσουν για πρώτη φορά μεγαλόφωνη ανάγνωση, με μια απαραίτητη προϋπόθεση: να το διαβάζουν μαζί με τα παιδιά και σε καμία περίπτωση να μην το διαβάσουν πρώτα μόνοι τους. «Ένα αγόρι που το έλεγαν» της Φιλιώς Λαζανά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.