Βιβλιοθήκες: Χάιδω Πανταζή

Οψη της βιβλιοθήκης της κοινότητας της Ραψάνης, στους πρόποδες του Ολύμπου, στη Λάρισα.

«Μια βιβλιοθήκη πρέπει να είναι το κέντρο της τοπικής κοινότητας, ένα μέρος φιλόξενο που να παρέχει πληροφορίες, αλλά και να προσελκύει κοινό διοργανώνοντας διάφορες εκδηλώσεις. Παράλληλα, ένας βιβλιοθηκονόμος θα πρέπει εκτός από το να κάνει τη δουλειά του, να μπορεί να είναι κι ένας καλός ψυχολόγος, ειδικά αν δουλεύει σε μια δημόσια ή δημοτική βιβλιοθήκη». Με αυτά τα λόγια ανοίγει η συνέντευξή μας με την κ. Χάιδω Πανταζή, βιβλιοθηκόμο στη Βιβλιοθήκη της Ραψάνης. Η βιβλιοθήκη ιδρύθηκε το 1970 με Προεδρικό Διάταγμα, έκλεισε και το 2004 επαναλειτούργησε. Στεγάζεται στη σοφίτα του κοινοτικού καταστήματος Ραψάνης και λειτουργεί καθημερινά ως δανειστική. Η Ραψάνη είναι ένα χωριό που φημίζονταν για τις πλούσιες βιβλιοθήκες της, οι οποίες όμως πυρπολήθηκαν το 1878, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Ολύμπου. Από την καταστροφή αυτή μόνο ένα χειρόγραφο έχει διασωθεί, το Κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου, το οποίο βρίσκεται πλέον στη Βιβλιοθήκη της Ραψάνης.

Η κ. Χάιδω Πανταζή μαζί με παιδιά στη Βιβλιοθήκη της Ραψάνης

Η τοπική κοινότητα της Ραψάνης είναι ένας ιστορικός οικισμός του Κάτω Ολύμπου του Δήμου Τεμπών στη Λάρισα. Η περιοχή φημίζεται για τα αμπέλια της και τα κρασιά της και οι μόλις 687 κάτοικοί της (απογρ. 2011), έχουν έναν πολύ καλό λόγο να αισθάνονται περήφανοι, πέρα από το κρασί που παράγεται στην περιοχή. Για τη βιβλιοθήκη τους. Η κ. Πανταζή ήταν εκεί από την αρχή της δεύτερης φάσης της, όταν ξανάνοιξε το 2004, και με πολύ μεράκι δημιούργησε τη βιβλιοθήκη αυτή που η φήμη της έχει φτάσει πλέον σε όλη την Ελλάδα και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. «Είχα την τιμή και την χαρά να τη στήσω από την αρχή. Οταν μπήκα στον χώρο, καραγιαπί που λέμε στο χωριό, φτιαχνόταν και σκέφτηκα, πώς θέλω να είναι μια βιβλιοθήκη; Σαν το σπίτι μου, ήταν η απάντηση. Ένας χώρος ζεστός , φιλόξενος, με κανόνες αλλά και με μια δομημένη ελευθερία».

Η βιβλιοθήκη φιλοξενεί πάνω από 20.000 βιβλία στη συλλογή της και έχει 1070 ενεργούς χρήστες, αριθμός που αυξάνεται συνεχώς. Το υλικό της αποτελείται από βιβλία, περιοδικά, χειρόγραφα, χαρτογραφικό και οπτικοαουστικό υλικό. Όμως δεν έπαιξε ρόλο μόνο το υλικό αυτό στη διάδοση της φήμης της βιβλιοθήκης αυτής. «Πιστεύω πως συνέβαλαν πολλά πράγματα στο να ακουστεί η βιβλιοθήκη. Αφενός ο κόσμος που βλέπει μια σοφίτα σαν σπίτι (η εικόνα σίγουρα τραβαει βλέμματα), έναν χώρο που δημιουργήθηκε με μεράκι και ότι δεν είναι απλά ένα ωραίο κτίριο. Αφετέρου ότι βλέπει να γίνονται όμορφα πράγματα εκεί, όπως η καλοκαιρινή εκστρατεία του Δικτύου Βιβλιοθηκών. Και φυσικά, παίζει ρόλο η αγάπη για τον τόπο μας και πώς μπορεί αυτή να συνδυαστεί με μια βιβλιοθήκη – κέντρο της τοπικής κοινωνίας. Εγώ από την πλευρά μου αισθάνομαι υπερήφανη όταν βλέπω ανθρώπους να μπαίνουν χαμογελαστοί και να έρχονται στο χωριό μου μόνο για τις δράσεις της βιβλιοθήκης. Αισθάνομαι υπερήφανη όταν από τους πιο μικρούς μέχρι τους παππούδες, όλοι οι Ραψανιώτες δηλαδή, αισθάνονται περήφανοι για τη βιβλιοθήκη τους. Ότι έχουν καταλάβει ότι κάτι καλό έχει γίνει σε αυτό το κτίριο, κάτι καλό για το χωριό τους».

Κάνουμε στην κ. Πανταζή την ίδια ερώτηση που θέσαμε και στους άλλους δύο βιβλιοθηκονόμους, το πώς μπορούμε να γοητεύσουμε ένα παιδί για να μπει σε μια βιβλιοθήκη, να τη γνωρίσει και να θέλει να επιστρέφει εκεί. Κι εκείνη μας απαντάει πως «τα παιδιά όταν έρχονται στη βιβλιοθήκη βλέπουν παντού χρώμα και πράγματα να κρέμονται από το νταβάνι, βλέπουν βιβλία στις πιο απίθανες γωνιές κι έναν άνθρωπο πρόθυμο να μιλήσει, να αστειευτεί μαζί τους και να τους προτείνει βιβλία και όταν φεύγει θέλει απλά να ξαναγυρίσει». Σε ό,τι έχει να κάνει με την επαφή της βιβλιοθήκης με τα σχολεία της περιοχής, η κ. Πανταζή μας ενημερώνει πως εδώ τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά από το πώς λειτουργούν άλλες βιβλίοθήκες στις πόλεις. «Εμείς λόγω τις ιδιομορφίας του περιβάλλοντος (ορεινό χωριό, 27 χωρία με 40 χιλιόμετρα απόσταση μεταξύ τους, κάποια στα όρια του δήμου), κάνουμε το εξής: πηγαίνουμε εμείς στα σχολεία και δημιουργούμε μικρές βιβλιοθήκες, τις οργανώνουμε. Μεταφέρουμε τις δράσεις εκεί, μέσα στο σχολείο. Και μια φόρα τον χρόνο έρχονται επίσκεψη σε μας. Οι μαθητές ενθουσιάζονται γιατί βλέπουν ότι μια βιβλιοθήκη δεν είναι μόνο ένα κτίριο με βιβλία, είναι κάτι μεγαλύτερο που μπορεί να τους προσφέρει πρόσβαση στο Διαδίκτυο, πολύπλευρες γνώσεις και το πιο σημαντικό, δημιουργούν σχέσεις και κοινωνικοποιούνται πιο εύκολα”.

Αυτή όμως η ιδιομορφία του περιβάλλοντος και του αριθμού των κατοίκων κάνει πιο εύκολη τη δουλειά ενός βιβλιοθηκονόμου ή πιο δύσκολη, είναι η αμέσως επόμενη ερώτηση που μας έρχεται στο μυαλό. «Δύσκολη στην αρχή, γιατί πρέπει να κάνεις γιγαντιαία προσπάθεια να κατακτήσεις το κοινό σου από ό,τι σε μια πόλη που το έχεις εξασφαλισμένο. Και το πιο δύσκολο είναι να καταφέρεις να γίνεις προορισμός. Δηλαδή να έρθει μια οικογένεια από άλλη περιοχή μόνο και μόνο για τη βιβλιοθήκη. Θέλει πολλή δουλεία για χρόνια (16 χρόνια δουλεύω), αλλά στο τέλος χτίζεις ένα μεγάλο και σταθερό κοινό. Η προσπάθεια όμως δεν σταματά ποτέ».

Η Ραψάνη έκανε τη διαφορά, όπως και δεκάδες άλλες βιβλιοθήκες στην Ελλάδα που ξεχώρισαν γιατί υπάρχουν μέσα σε αυτές άνθρωποι που δουλεύουν γιατί αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν και γιατί αγαπούν τα βιβλία. Παρ’όλα αυτά, η γενική παρατήρηση είναι πως σαν λαός δεν έχουμε δέσιμο με τις βιβλιοθήκες μας, φαίνεται να μην μας αφορούν. Σε τι άραγε οφείλεται μια τέτοια αντιμετώπιση και πώς θα μπορούσε να αλλάξει αυτή η νοοτροπία; Η κ. Πανταζή θεωρεί πως “πρόκεται για μεγάλη κουβέντα που πάει πολύ πίσω. Είναι, κατά την γνώμη μου, θέμα εκπαίδευσης και νοοτροπίας των ανθρώπων. Από το σχολείο ακόμα δεν μαθαίναμε τα παιδιά να διαβάζουν και να αγαπούν το βιβλίο. Είμαι αισιόδοξη, όμως, ότι αυτό σιγά-σίγα αλλάζει. Και αλλάζει με τις βιβλιοθήκες και με τους γονείς που αρχίζουν να καταλαβαίνουν την αξία που έχει μια βιβλιοθήκη στη γειτονία τους. Και την ζητούν, την επισκέπτονται. Θέλει ακόμα πολλή δουλεία από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και πιο πολύ στα σχολεία, γιατί από τα μικρούλια θα δούμε την αλλαγή νοοτροπίας“.

Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη της κ. Μαρία Παπαευθυμίου και του κ. Νίκου Σιδέρη, που πήραν μέρος στο αφιέρωμα της Κόκκινης Αλεπούς στους ανθρώπους των βιβλιοθηκών, μια πρώτη – μικρή- προσπάθεια να φέρουμε σε επαφή τους βιβλιοθηκονόμους με το κοινό.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

ΜοΜΑ: Curtis Scott

Ο Curtis Scott (αριστερά), υπεύθυνος του εκδοτικού του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), βρέθηκε τον Οκτώβριο στην Αθήνα και στο πλαίσιο των επισκέψεών του σε σχολεία μίλησε με τη Ζωή Κοσκινίδου για τα βιβλία Τέχνης που απευθύνονται σε παιδιά.

Anna Wilson

Η Anna Wilson γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, σπούδασε και ακολούθησε ακαδημαϊκό δρόμο, ταξίδεψε πολύ και γνώρισε πολλά μέρη. Όμως πάντα αγαπούσε να ζωγραφίζει. Ένα συμβάν στη ζωή της έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε να παρατήσει την ακαδημαϊκή της ενασχόληση και να αφιερωθεί σε αυτό που πάντα αγαπούσε αλλά φοβόταν να τολμήσει: να ζωγραφίζει. Κάπως έτσι ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία. Κάπως έτσι συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Holly Hughes και μαζί δημιούργησαν αυτό το συγκινητικό και πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που μιλάει για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα… Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου “Το αγόρι που έφερε το χιόνι” (εκδ. Μάρτης) η Ζωή Κοσκινίδου μίλησε με την εικονο-γράφο.