Τα κείμενα επιλέγει και παρουσιάζει ο Φώτης Δούσος*
Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και στα δικά τους κείμενα, στη μυθοπλασία που γράφεται από τα ίδια τα παιδιά. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που γράφουμε είναι επειδή δεν μας εκφράζει ποτέ απόλυτα αυτό που μας δίνουν να διαβάσουμε. Κάθε 15 ημέρες παρουσιάζουμε στην Κόκκινη Αλεπού κείμενα παιδιών που παίρνουν μέρος στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής το οποίο εμψυχώνω και που φανερώνουν το τρόπο με τον οποίο αφενός επιλέγουν να εκφράζονται, αφετέρου τι θέλουν να διαβάζουν τα ίδια.
Η αφηγηματική φωνή των παιδιών έχει συνήθως φρεσκάδα, χιούμορ, πρωτότυπη εστίαση και έλκεται από τις ανατροπές, τους γρήγορους ρυθμούς και τις αναπάντεχες δράσεις. Στα παιδιά φαίνεται ότι αρέσει η πλοκή. Βαριούνται τις στατικές ιστορίες όπου δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτα. Για αυτό, όταν γράφουν, δεν κάνουν σχεδόν ποτέ τέτοιου τύπου αφηγήσεις.
Αντίθετα, εμείς οι μεγάλοι (με μια κρυφή διδακτική και, μάλλον, σαδιστική τάση) δίνουμε συχνά στα παιδιά να διαβάσουν ιστορίες με ανύπαρκτη ή προβληματική πλοκή. Γιατί τους το κάνουμε αυτό;
Στη ιστορία της Γαλάτειας Π. (Ε΄τάξη) βλέπουμε ότι η ροή της αφήγησης έχει μια χορευτική διάθεση. Η δραματουργική κίνηση είναι έντονη και καθαρή, χωρίς όμως να γίνεται αυτοσκοπός. Ενώ, μέσα από την ανάλαφρη διαπραγμάτευση του θέματος, νιώθουμε το κεντρί μιας κριτικής στάσης απέναντι τους πειθαναγκασμούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ανατροπές
Μπλα μπλα μπλα… Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η καθηγήτρια δεν σταμάταγε να μιλάει! Και προφανώς εγώ, δηλαδή όχι ακριβώς εγώ, ο Χάρι για την ακρίβεια, συνέχιζε να γράφει και να ξύνει. Ευτυχώς χτύπησε το κουδούνι και φύγαμε από τη φλύαρη καθηγήτρια. Εγώ, όπως πάντα, στην άνετη κασετίνα μου και o Χάρι να περπατά ανέμελα πάνω στο γρασίδι. Επιτέλους για τον Χάρι και δυστυχώς για εμένα φτάσαμε στο σπίτι του. Εγώ το έχω συνηθίσει γιατί το βλέπω κάθε μέρα, αλλά δεν κρύβω ότι κάπου μέσα στη μολυβένια καρδιά μου το θαυμάζω. Τέλος πάντων, το σπίτι του Χάρι είναι μία ψηλή μονοκατοικία με ένα μεγάλο παρτέρι, όμοιο με πισίνα, κι ένα μακρόστενο μπαλκόνι στη μέση του κτιρίου με πολλές ζαρντινιέρες και δύο σκούπες, η μία πιο ξεχαρβαλωμένη από την άλλη.
Ο Χάρι δεν του έριξε ούτε μία ματιά. Μπήκε μέσα από την ξύλινη πόρτα και πέταξε την τσάντα του πάνω σε μία καρέκλα. Μετά από αυτό το περιστατικό θα ήμουν ένα ελαφρώς μεταχειρισμένο μολύβι… Έμεινα μέσα στην τσάντα για κανένα τέταρτο και κάποια στιγμή (επιτέλους) κάποιο χέρι με άρπαξε και, προς μεγάλη μου αγανάκτηση, με πέταξε με όση δύναμη μπορεί να έχει ένα χέρι πάνω στο κρεβάτι!
Λίγο αργότερα ο Χάρι μπήκε στο δωμάτιο, χορτάτος από ό,τι κατάλαβα, γιατί στην πορεία του από το κρεβάτι του στην καρέκλα του, αφού είχε αρπάξει την τσάντα του, έμπηξε έναν μόσχο, έβγαλε τα βιβλία του και εμένα και αρχίσαμε παρέα να γράφουμε για ακόμη μία βαρετή Τετάρτη την Ιστορία για το επόμενο πρωινό που δυστυχώς θα ήμουν υποχρεωμένος να ακούσω τη διάλεξη της κυρά δασκάλας.
Ο Χάρι έγραφε εκείνη την στιγμή την άσκηση 5 και εγώ σκεφτόμουν ότι δεν θα έπρεπε να έχουν τα παιδιά σχολείο τις καθημερινές, αλλά τα Σαββατοκύριακα. Με κάποιο τρόπο να κάνουμε ανάποδα τα πράγματα… Εκείνη τη στιγμή έφριξα από το κακό μου γι’ αυτήν την αδικία και αποφάσισα να κάνω επανάσταση! Τινάχτηκα στον αέρα, πήδησα πάνω στο φωτιστικό του γραφείου, καβάλησα το κρεβάτι ουρλιάζοντας, άνοιξα το παράθυρο με τη γόμα μου και τινάχτηκα με δύναμη στο πλησιέστερο λουλούδι του μεγάλου παρτεριού. Όλα θόλωσαν. Το έδαφος χάθηκε από τα υποτιθέμενα πόδια μου. Ένιωθα τον ιδρώτα να κυλά αργά πάνω στο πρόσωπό μου… μετά λιποθύμησα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν μέσα σε έναν ηλίανθο με την μούρη προς τα κάτω. Ανακάθισα…. Όλα έγιναν σε στιγμές δευτερολέπτου… Πότε άνοιξα τα μάτια μου, πότε με σήκωσε ο αναθεματισμένος ο αέρας, πότε έβαλα τα δυνατά μου να κρατηθώ πάνω στον ηλίανθο και τα κατάφερα ένα Θεός ξέρει…
Μόλις κατάφερα να σηκωθώ από τον ηλίανθο, πήγα προς την πόρτα, καμουφλαρισμένος φυσικά, αλλά… Κάποια βήματα ακούστηκαν, μια ανάσα που έτρεμε, εγώ άφησα στιγμιαία το φύλλο που με κάλυπτε και έπεσα ενστικτωδώς στο χώμα σαν άψυχο μολύβι, όμως τα ποδοβολητά δυνάμωναν και κάποιο χέρι με έσφιξε τόσο δυνατά που παραλίγο να πνιγώ … τα πάντα θόλωσαν ξανά… Μετά από λίγο βρήκα ξανά τις αισθήσεις μου και κατάλαβα ότι το χέρι που με είχε πιάσει ήταν της μικρής αδερφής του Χάρι, της Λίλη… Αυτό δεν ήταν και τόσο καλό γιατί, μάλλον, ή θα με έτρωγε ή θα με έδενε αιχμάλωτο. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, γιατί όλοι νόμιζαν ότι είμαι ένα άψυχο μολύβι. Μετά από λίγη ώρα αποφάσισα να πάρω έναν υπνάκο γιατί η Λίλη περπάταγε τόσο αργά που θα φτάναμε στο δωμάτιό της τα μεσάνυχτα.
Μετά από περίπου δυόμιση ώρες άνοιξα τα μάτια μου, αλλά δεν κατάλαβα πού βρισκόμουν. Άκουγα κάτι, αλλά δεν καταλάβαινα τι.. Ξάφνου ένιωσα τα μάτια μου να θολώνουν, κάποιος με έριξε στο πάτωμα, για άλλη μια φορά λιποθύμησα. Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν είμαι τόσο σκληρό καρύδι, αλλά μερικά μολύβια γεννιούνται με μικρές αδυναμίες. Τέλος πάντων, μετά τη μεγάλη σε διάρκεια λιποθυμία μου, άρχιζα να εκνευρίζομαι και να σκέφτομαι ότι αν δεν έκανα αυτή την επανάσταση δεν θα βρισκόμουν τώρα στα χέρια της Λίλη, η οποία, παραδόξως, είχε ταχύνει το βήμα της και κατευθυνόταν τώρα προς το δωμάτιο του αδερφού της. Στον δρόμο της μουρμούραγε κάτι ακατάσχετα, ότι «…αυτό το μολύβι είναι του αδερφού μου και θα αντισταθώ στον πειρασμό να το φάω! Θα το γυρίσω αμέσως στον Χάρι και θα πάω στο δωμάτιό μου να μασουλήσω τις ξυλομπογιές μου. Ναι, αυτό ακούγεται υπέροχο!»
Απ’ ότι κατάλαβα η Λίλη πάντα ήξερε ότι τα πράγματα που παίρνει ξέρει ποιων είναι και ποιος τα ζητάει πίσω, απλώς τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να αντισταθεί. Μέσα σε λίγα λεπτά ήμουν αφημένος στα χέρια του Χάρι και του γραψίματος κοιτάζοντας το μελαχρινό αγόρι με τα στρογγυλά γυαλιά, τα πράσινα μάτια και τις φακίδες στη μύτη του…
Γαλάτεια Π.
(Ε΄ Δημοτικού)
Ο Φώτης Δούσος γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Ασχολείται με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, την παιδική λογοτεχνία, καθώς και με τη διδακτική της δημιουργικής γραφής. Αυτό το διάστημα εκπονεί διδακτορική διατριβή για τις τεχνικές της πλοκής στο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Ζει στην Κρήτη και έχει δύο παιδιά.