Μικροί συγγραφείς: Η αλλόκοτη βαλίτσα

Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και στα δικά τους κείμενα, στη μυθοπλασία που γράφεται από τα ίδια τα παιδιά. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που γράφουμε είναι επειδή δεν μας εκφράζει ποτέ απόλυτα αυτό που μας δίνουν να διαβάσουμε. Κάθε 15 ημέρες παρουσιάζουμε στην Κόκκινη Αλεπού κείμενα παιδιών που παίρνουν μέρος στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής το οποίο εμψυχώνω και που φανερώνουν το τρόπο με τον οποίο αφενός επιλέγουν να εκφράζονται, αφετέρου τι θέλουν να διαβάζουν τα ίδια.

Στο κείμενο της Χρυσηίδας Α. (Στ’ Δημοτικού) βλέπουμε με σαφήνεια κάποιες από τις δομές πάνω στις οποίες χτίζεται μια ιστορία. Η αρχή, η μέση και το τέλος σηματοδοτούνται εδώ με απόλυτη ακρίβεια. Το κείμενο ισορροπεί πάνω σε αυτές τις τρεις γωνίες αποκαλύπτοντας μια διάσταση γεωμετρίας πίσω από την τεχνική του ανάπτυξη. Πάνω σε αυτές τις αυστηρές ωστόσο δομές, το συναίσθημα αναβλύζει πλούσιο και απρόσκοπτο. 

Η αλλόκοτη βαλίτσα

Η Νίκη θα πήγαινε για να πάρει μία καινούργια βαλίτσα σήμερα! Πλησίαζαν οι διακοπές και ανυπομονούσε για την ημέρα που θα ταξίδευε επιτέλους με το αεροπλάνο.Το ίδιο απόγευμα έφτασε στο μαγαζί. Την προσοχή της τράβηξε μία περίεργη μαύρη βαλίτσα. Αποφάσισε να την αγοράσει. Δύο μέρες αργότερα, είχε φτάσει πια η ώρα για την πτήση. Η Νίκη άρχισε να βάζει τα πράγματα που ήθελε για το ταξίδι μέσα στη βαλίτσα. Αυτό όμως που συνέβη την άφησε με το στόμα ανοιχτό! Όταν έριξε το πρώτο πράγμα, αυτό εξαφανίστηκε! Απορημένη, κοίταξε μέσα στη βαλίτσα αλλά δεν διέκρινε τίποτα. Ήταν σαν να μην είχε πέσει ποτέ κάτι μέσα της. Ελπίζοντας ότι ήταν παραίσθηση, έριξε και ένα δεύτερο αντικείμενο. Αλλά και πάλι συνέβη το ίδιο ακριβώς πράγμα!

Τότε της ήρθε μια έξυπνη ιδέα. Ψηλάφισε όλη τη βαλίτσα, ώσπου στο τέλος βρήκε ένα μικρό άνοιγμα. Τρομαγμένη μα συνάμα περίεργη, έχωσε το κεφάλι της μέσα. Και τότε άρχισε να πέφτει. Έπεφτε και έπεφτε για πολλή ώρα, ώσπου στο τέλος προσγειώθηκε σε ένα σκληρό δάπεδο. Η Νίκη κοίταξε τριγύρω της. Τριγύρω της υπήρχε μία μουντή ήσυχη γειτονιά. Φαινόταν σαν πόλη-φάντασμα. Σοκαρισμένη ακόμα, άρχισε να προχωράει σε ένα μακρύ μονοπάτι που βρήκε μπροστά της.

Όταν πια είχε φτάσει στο τέλος του, είχε ήδη νυχτώσει. Τότε όμως, αντίκρισε ένα σπίτι. Μία σπίθα ελπίδας άναψε μέσα της, καθώς το σπίτι αυτό ήταν το μόνο που είχε φωτισμένα παράθυρα. Εξαντλημένη, η Νίκη χτύπησε την πόρτα. Αγού περίμενε και δεν της άνοιγε κανείς, άρχισε να χάνει την ελπίδα της. Όμως όταν πήγε να φύγει, ένιωσε την πόρτα να ανοίγει. Στο κατώφλι στεκόταν μία γριά γυναίκα. Φορούσε μία μεγάλη κόκκκινη ποδιά και κρατούσε μία μεγάλη μαγκούρα. Είδε ότι την κοιτούσε με ένα είδος συμπόνιας.

«Τι γυρεύεις εδώ, κοριτσάκι μου;», τη ρώτησε η γυναίκα.

«Αν σας πω, δεν θα με πιστέψετε», απάντησε όλο αμφιβολίες το κορίτσι.

«Είμαι όλη αυτιά!», της αποκρίθηκε η γυναίκα.

Αφού η Νίκη της είπε ολόκληρη την ιστορία, η γυναίκα είχε πια βουρκώσει.

«Καταλαβαίνω πώς νιώθεις», της είπε η γυναίκα.

«Το ίδιο περίπου συνέβη και σε εμένα πολλά χρόνια πριν. Παγιδεύτηκα ολομόναχη σε αυτήν τη βαλίτσα, ένιωθα χαμένη! Προσπαθώ τόσα χρόνια να βρω έναν τρόπο να βγω έξω αλλά έχω χάσει κάθε ελπίδα. Όλα αυτά τα μαύρα σπίτια γύρω σου είναι φτιαγμένα από ανθρώπους που πέρασαν όλη τους τη ζωή εδώ μέσα. Έχω μείνει η μόνη πλέον. Θα ήταν καλύτερα να περάσεις μέσα και να σκεφτούμε τι μπορούμε να κάνουμε.»

Η Νίκη κουρασμένη ακούμπησε την τσάντα της στη σαραβαλιασμένη κρεμάστρα και σωριάστηκε στον καναπέ.

«Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος», είπε η Νίκη σχεδόν απογοητευμένη. «Ποτέ δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας!»

«Το ξέρω», απάντησε η γυναίκα.

Ξαφνικά ο χρόνος πάγωσε. Η καρδιά της Νίκης ήταν έτοιμη να σταματήσει από την έκπληξη. Το είχε βρει! Είχε βρει τη λύση! Άρχισε να χοροπηδάει, εξηγώντας μπερδεμένα σκόρπιες λέξεις στην έκπληκτη γυναίκα. Της εξήγησε το σχέδιο. Η γυναίκα φάνηκε να συμφωνεί, καθώς ήταν και η τελευταία τους ελπίδα.

«Ώρα να αρχίσουμε το ψάξιμο!», είπε η Νίκη, με την έξαψη της στιγμής να την συνεπαίρνει.

«Ας αρχίσουμε», απάντησε η γυναίκα

Η Νίκη άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από την πόλη προσπαθώντας να βρει αυτό που έψαχνε. Το ίδιο έκανε και η γυναίκα. Η Νίκη έτρεχε και έτρεχε για ώρες, με την πείνα, τη δίψα και την εξάντληση να την θερίζουν. Ήταν κυριολεκτικά έτοιμη να καταρρεύσει. Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να τα παρατήσει τελείως. Ώσπου επιτέλους την είδε. Την ετικέτα. Όσο γελοίο και να φαίνεται ήταν η μόνη τους σωτηρία. Έκανε σινιάλο στην γυναίκα και μετά από λίγα λεπτά ήταν και οι δύο μαζί δίπλα-δίπλα, να κοιτάνε την τεράστια για αυτές ετικέτα. Ευτυχισμένες σχεδόν, άρχισαν να σκαρφαλώνουν στην ετικέτα. Ακόμα κι αν αυτό συνεχίστηκε για πολλή ώρα ακόμα, είχα τόση ελπίδα μέσα τους που δεν το έβαλαν κάτω ούτε για ένα λεπτό. Στο τέλος έφτασαν στην κορυφή.

Πήδησαν έξω από την βαλίτσα. Ένιωσαν σαν να γίνονται και πάλι μεγάλες. Άρχισαν να χορπηδάνε και να χορεύουν από την χαρά τους. Η γυναίκα αγκάλιασε τη Νίκη και έτρεξε να βρει την κόρη της, που τόσο της είχε λείψει. Η Νίκη όμως θυμήθηκε την πτήση της για το Λονδίνο.  Ήταν σίγουρη ότι την είχε χάσει αλλά ξέρετε κάτι; Δεν την πείραζε και τόσο! Σήμερα είχε ζήσει την περιπέτεια της ζωής της και δεν θα άφηνε τίποτα να την χαλάσει. Είχε κάνει έναν άνθρωπο στον κόσμο χαρούμενο. Του είχε δώσει ελπίδα!!! Και αυτό ήταν 50 φορές καλύτερο από την πτήση στο Λονδίνο. Μην πω και 80 φορές καλύτερο! Όλοι απορούσαν γιατί η Νίκη ήταν τόσο χαμογελαστή εκείνη την ημέρα. Και μάλλον δεν θα το μάθουν ποτέ!!!

Χρυσηίδα Α.
(Στ’ Δημοτικού)

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα

Έμπνευση από έναν πίνακα

Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά