*Τα κείμενα επιλέγει ο Φώτης Δούσος
Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και στα δικά τους κείμενα, στη μυθοπλασία που γράφεται από τα ίδια τα παιδιά. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που γράφουμε είναι επειδή δεν μας εκφράζει ποτέ απόλυτα αυτό που μας δίνουν να διαβάσουμε. Κάθε 15 ημέρες παρουσιάζουμε στην Κόκκινη Αλεπού κείμενα παιδιών που παίρνουν μέρος στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής το οποίο εμψυχώνω και που φανερώνουν το τρόπο με τον οποίο αφενός επιλέγουν να εκφράζονται, αφετέρου τι θέλουν να διαβάζουν τα ίδια.
Αυτή η ιστορία του Νικόλα Τ. (Δ’ τάξη) έχει κάτι από τον σπαραγμό που βγάζουν κάποια τραγούδια του Tom Waits. Βασίζεται σε μια λογική «αντιστροφής», τεχνική στην οποία αρέσκονται και τα παιδιά και οι ενήλικες όταν γράφουν, γιατί δίνει αίσθηση βάθους στις διακειμενικές αναφορές του κειμένου. Συγχρόνως μας μεταδίδει και κάτι το ανάλαφρο και αθώο, που εκφράζεται κυρίως μέσα από τον διάλογο και αφήνει να διαφανούν πολλές αποχρώσεις στη διάθεση και τη συμπεριφορά των χαρακτήρων. Λεπτή ισορροπία, αλλά και τόσο εύγλωττη!
Η καρδιά του λύκου
Μια φορά κι έναν καιρό ο λύκος, από το γνωστό παραμύθι με την Κοκκινοσκουφίτσα, αρρώστησε πολύ βαριά. Δε χτύπαγε σωστά η καρδιά του. Πήγε στο νοσοκομείο και ήταν εντελώς μόνος του. Κανείς δεν ήθελε να πάει να τον δει. Ίσως κάποιοι να χαίρονταν κιόλας αν δεν κατάφερνε να γίνει καλά. Ο λύκος ήταν πολύ στενοχωρημένος που κανείς δεν πήγε να τον επισκεφθεί και ένιωθε μεγάλη μοναξιά. Η Κοκκινοσκουφίτσα, όταν έμαθε τα νέα του λύκου, παραξενεύτηκε πολύ, επειδή πίστευε ότι οι κακοί είναι πολύ δυνατοί και δεν αρρωσταίνουν ποτέ. Πιο πολύ όμως παραξενεύτηκε με τον εαυτό της, που λυπήθηκε πολύ με τα άσχημα νέα του λύκου. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήρε τον δρόμο για το νοσοκομείο. Ήθελε να πάει να τον δει.
Η Κοκκινοσκουφίτσα στάθηκε με περιέργεια στην ανοιχτή πόρτα του δωματίου. Ο λύκος ήταν ξαπλωμένος με κλειστά μάτια. Η Κοκκινοσκουφίτσα πλησίασε κρατώντας ένα μπουκέτο ανεμώνες που είχε μαζέψει τελευταία στιγμή από τον κήπο της. Θυμήθηκε πως η μαμά της τής είχε πει πως, όταν επισκεπτόμαστε έναν άρρωστο, του πάμε λουλούδια. Βλέποντας τον λύκο με κλειστά μάτια, αναρωτήθηκε “Κοιμάται ή …μήπως πέθανε;”. Ο λύκος, σαν να μάντεψε τη σκέψη της, άνοιξε τα μάτια του και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.
– Κοκκινοσκουφίτσα, εσύ είσαι; Τι γυρεύεις εδώ;
– Έμαθα ότι είσαι πολύ άρρωστος και ήρθα να σε δω.
– Εμένα;
– Ναι, εσένα!
– Ξέρεις, κανένας άλλος δεν ήρθε να με δει. Είμαι μόνος μου, δεν ξέρω πόσες μέρες, εδώ στο νοσοκομείο. Τώρα κατάλαβα πως δεν έχω… φίλους. Πόσο θα ήθελα να είχα τόσους φίλους που να γέμιζε αυτό το δωμάτιο! Εσύ δεν μου κρατάς κακία;
– Όταν κάποιος είναι αδύναμος, έχει την ανάγκη μας, λέει η μαμά μου. Άρα…
-Δε με φοβάσαι;
– Όχι, δε σε φοβάμαι! Είσαι άρρωστος, το ξεχνάς;
– Κοκκινοσκουφίτσα, ποτέ δεν είχα προσέξει πόσο όμορφη είσαι!
– Σ’ ευχαριστώ, λύκε! Μην κουράζεσαι, για να γίνεις γρήγορα καλά!
– Αυτά τα λουλούδια που κρατάς;
– Αχ, ναι, ξεχάστηκα! Για σένα είναι φυσικά…
Η Κοκκινοσκουφίτσα ακούμπησε τα λουλούδια στο κομοδίνο, κι έτσι ήρθε ακόμη πιο κοντά στο κρεβάτι του λύκου! Τότε ο λύκος, πήρε 2-3 ανεμώνες από το πολύχρωμο μπουκέτο, άπλωσε το χέρι του και τις πρόσφερε στην Κοκκινοσκουφίτσα, που τον παρατηρούσε πολύ προσεκτικά.
– Κοκκινοσκουφίτσα, θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου; Αν πεις ναι, νομίζω πως θα γίνω αμέσως καλά, η καρδιά μου θα χτυπάει σαν το Big Ben και θα είμαι ο πιο τυχερός λύκος του κόσμου!
«Big Ben! Κάτι πολύ σπουδαίο θα πρέπει να είναι αυτό!» είπε στον εαυτό της ψιθυριστά η Κοκκινοσκουφίτσα και κοκκίνισε πιο πολύ κι από τον κατακόκκινο σκούφο της. Έμεινε να κοιτάζει τον λύκο με απορία. Όλα τα περίμενε, εκτός από αυτή την πρόταση. «Αν ήταν κάπου εδώ η γιαγιά και μας έβλεπε… τι θα έλεγε άραγε;» σκέφτηκε.
– Λοιπόν, λύκε, θα σκεφτώ την πρότασή σου και θα σου απαντήσω όταν θα γίνεις καλά, του είπε και του χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο!
Νικόλας Τ.
Δ’ Δημοτικού