Μικροί συγγραφείς: Η κατάρα της ομορφιάς των αστεριών

Τα κείμενα επιλέγει και παρουσιάζει ο Φώτης Δούσος*

Φωτογραφία: Jeremy Perkins

Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και στα δικά τους κείμενα, στη μυθοπλασία που γράφεται από τα ίδια τα παιδιά. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που γράφουμε είναι επειδή δεν μας εκφράζει ποτέ απόλυτα αυτό που μας δίνουν να διαβάσουμε. Κάθε 15 ημέρες παρουσιάζουμε στην Κόκκινη Αλεπού κείμενα παιδιών που παίρνουν μέρος στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής, το οποίο εμψυχώνω, και που φανερώνουν το τρόπο με τον οποίο αφενός επιλέγουν να εκφράζονται, αφετέρου τι θέλουν να διαβάζουν τα ίδια.

Μια αφήγηση στηρίζεται συχνά σε αντιθέσεις, εσωτερικές συγκρούσεις, εναντιοδρομίες. Αυτό δημιουργεί την αίσθηση κίνησης, προσδίδει ένταση στην δραματουργία, μας βοηθά να βγάλουμε συμπεράσματα και να βρούμε νοήματα μέσα σε μια ιστορία. Επίσης τονίζει τα μυθοπλαστικά δεδομένα και επιτρέπει να αναδειχθεί με μεγαλύτερη καθαρότητα το κρυμμένο υλικό της αφήγησης. 

Στο κείμενο που ακολουθεί η Κωνσταντίνα Τ. (Α΄Γυμνασίου) χρησιμοποιεί με μεγάλη αίσθηση ισορροπίας τέτοια αντιθετικά στοιχεία. Έτσι έχουμε έναν τυφλοπόντικα που θέλει να δει τα άστρα, μια βαριά, «αντρική» φωνή που δίνει την ευκαιρία, αλλά θέτει επίσης κανόνες και απαγορεύσεις, μια θηλυκή παρουσία που είναι όμως απόμακρη και βουβή. Ο ήρωας παραπαίει ανάμεσα στο πρέπει και το θέλω. Επιλέγει το δεύτερο, ακόμα και αν αυτό είναι καταστροφικό για τη ζωή του. Το «θέλω» μπορεί να καταστρέψει, αλλά συγχρόνως ολοκληρώνει και δικαιώνει τη ζωή.

Η κατάρα της ομορφιάς των αστεριών

Κάποτε, σε έναν απόμακρο τόπο, υπήρχε ένα καταπράσινο δάσος γεμάτο διαφόρων ειδών και μεγεθών φυτά, από μικροσκοπικές λειχήνες έως πελώρια κωνοφόρα δέντρα. Ονομαζόταν το «σκοτεινό δάσος». Ο καθένας θα νόμιζε πως ήταν ένα δάσος σαν όλα τα άλλα, γιατί δε γνώριζε πως το κατοικούσαν πνεύματα, τα «πνεύματα του δάσους». Ήταν υπό την κυριαρχία τους και εκείνα μάθαιναν όλα όσα συνέβαιναν εκεί. 

Σε μια μικρή καλύβα, ζούσε μόνος του ο Σίλβερ, ένας τυφλοπόντικας. Ήταν συνεχώς θλιμμένος, προβληματισμένος και ένιωθε αβάσταχτο πόνο. Ήταν μόνος στον κόσμο. Δεν είχε ούτε έναν γνωστό, ούτε έναν φίλο να του συμπαρασταθεί και να τον παρηγορήσει. Περνούσε τον χρόνο του κλεισμένος στη καλύβα του και αφουγκραζόταν τον ήχο του ρολογιού, αναμένοντας με λαχτάρα τη δύση του ηλίου. Σκεφτόταν πως τότε άλλη μια βασανιστική μέρα θα είχε πλέον τελειώσει . Ο ύπνος ήταν η μόνη του παρηγοριά. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, στριφογύριζε στο κρεβάτι του παρακαλώντας χωρίς σταματημό να αντικρίσει έστω και για λίγο τα αστέρια, αυτά τα μικρά διαμαντάκια που ο καθένας θα μπορούσε να κοιτάζει για ώρες. «Ίσως και η  ψυχή της μητέρας μου να βρίσκεται σε ένα από αυτά» αναρωτιόταν κάθε φορά. Ήθελε τόσο πολύ να τα δει, επειδή του θύμιζαν τη μητέρα του. Στη συνέχεια, δάκρυα κυλούσαν από τα νυσταγμένα μάτια του, ψιθύριζε «καληνύχτα» στη φωτογραφία της μητέρας του και έπεφτε σε βαθύ ύπνο.

Μια μέρα, ο Σίλβερ σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Βάδιζε προς την κουζίνα όταν σκόνταψε πάνω σε κάτι. Το έπιασε και από την υφή του κατάλαβε πως ήταν ένα φλασκί. Όμως δεν μπορούσε να δει τι περιείχε και αποφάσισε να το ανοίξει. Έβγαλε το καπάκι και ξαφνικά ακούστηκε μια βαριά φωνή να του λέει: «Τα πνεύματα του δάσους που βλέπουν πόσο οδύρεσαι, αποφάσισαν να εξαπατήσουν τους νόμους της φύσης και να σε βοηθήσουν. Για αυτό, λοιπόν, σου έστειλαν ένα δώρο, το μαγικό δάκρυ. Χρησιμοποίησέ το συνετά σήμερα τα μεσάνυχτα. Στάξε το στα μάτια σου και αυτά θα ανοίξουν. Όμως, άκου προσεκτικά! Υπάρχουν κάποιοι απαράβατοι κανόνες. Πρώτον, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις μόνο μια φορά για να κοιτάξεις τα αστέρια. Τίποτε άλλο. Δεύτερον, δεν μπορείς να τα κοιτάς για πολλή ώρα. Εγώ θα σε ενημερώσω πότε θα πρέπει να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού. Αν παρασυρθείς από την ομορφιά τους και τα κοιτάξεις παραπάνω, η Μητέρα Φύση θα εξοργιστεί. Θα φανεί πως έχεις ξεχάσει ότι υπήρχε κάποιος λόγος που σε έπλασε τυφλό. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διασαλεύεται η τάξη της φύσης. Αν συμβεί αυτό θα προστάξει τα πνεύματα του δάσους να σε καταδικάσουν σε θάνατο». 

Ο Σίλβερ δεν μπορούσε να το πιστέψει! Επιτέλους, το όνειρό του θα γινόταν πραγματικότητα και θα έβλεπε  τα αστέρια. Τον πλημμύρισαν δάκρυα χαράς και στο πρόσωπο του μετά από καιρό σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο. Ευχαρίστησε την άγνωστη βαριά φωνή. 

Ο χρόνος κυλούσε γρήγορα και ο ενθουσιασμός του τυφλοπόντικα ολοένα και μεγάλωνε. Μέχρι που η μεγάλη στιγμή έφτασε… 

ΩΡΑ 11:58
Ο Σίλβερ άρπαξε το φλασκί και βγήκε έξω στην αυλή. Επικρατούσε μια γαλήνια σιωπή και η νύχτα έριχνε το μαγικό της πέπλο και κάλυπτε ό,τι έβρισκε μπροστά της. Τα αστέρια είχαν κάνει ήδη την εμφάνισή τους και στόλιζαν τον ουρανό.

ΩΡΑ 11:59
Η βαριά φωνή επέστρεψε. «Σε λίγα δευτερόλεπτα θα έρθει η στιγμή που πρέπει να στάξεις το δάκρυ στα μάτια σου και εκείνα θα ανοίξουν. Εγώ θα σε ενημερώσω όταν θα πρέπει να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού και εσύ θα πρέπει να υπακούσεις. Κατάλαβες; Αν δεν υπακούσεις θα πεθάνεις! Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Όλη αυτή η διαδικασία είναι τρομερά επικίνδυνη».

Ο Σίλβερ έγνεψε καταφατικά ξεροκαταπίνοντας.

ΩΡΑ 12:00 ΑΚΡΙΒΩΣ, ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Έσταξε το δάκρυ στα μάτια του και εκείνα άνοιξαν διάπλατα. Το κεφάλι του ήταν στραμμένο προς τον ουρανό και δεν πίστευε αυτό που αντίκριζε. Ήταν πιο όμορφα από όσο πίστευε. Ήταν διαφορετικά και έδιναν λάμψη στον ουρανό με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Ένιωθε ότι είχε μεταφερθεί σε άλλη διάσταση, σε έναν δικό του φανταστικό κόσμο και δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Είχε απορροφηθεί εντελώς από την ομορφιά τους και τα κοιτούσε με τόση λαχτάρα… Δεν είχε νιώσει τόση ευτυχία ποτέ ξανά στη ζωή του. 

ΩΡΑ 12:05
«ΣΙΛΒΕΡ, ΣΤΡΕΨΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ ΑΛΛΟΥ, ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ, ΣΙΛΒΕΡ, ΣΤΡΕΨΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ ΑΛΛΟΥ.» Ο Σίλβερ όμως δεν άκουγε, είχε χαθεί στον δικό του κόσμο ώσπου κάποια στιγμή συνήλθε και άκουσε την βαριά φωνή. «ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ, ΣΙΛΒΕΡ, ΣΤΡΕΨΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ ΑΛΛΟΥ ΤΩΡΑ!». Ήταν έτοιμος να υπακούσει όμως ξαφνικά ένα αστέρι άρχισε να λάμπει περισσότερο από τα άλλα. Ένιωσε να τον καλεί. «Μητέρα» ψιθύρισε με δισταγμό. Ήταν το αστέρι που βρισκόταν η ψυχή της μητέρας του και τον καλούσε επίμονα. Η βαριά φωνή συνέχισε να φωνάζει, όμως ο τυφλοπόντικας συνέχισε αδιάκοπα να κοιτάζει τον ουρανό, προσπαθώντας να επικοινωνήσει με την μητέρα του. «Προτιμώ να γίνω και εγώ ένα από αυτά τα πανέμορφα αστέρια και να σταθώ κοντά στη μητέρα μου παρά να ζω μια ζωή γεμάτη μιζέρια χωρίς χαρές και ευτυχία».

Ξαφνικά επικράτησε απόλυτη σιγή. Τα μάτια του τυφλοπόντικα σφράγισαν και σωριάστηκε στο έδαφος. Ένα μαύρο σύννεφο μετέφερε το άψυχο σώμα του και ένα νέο άστρο έλαμψε στον ουρανό.

Κωνσταντίνα Τ.
Α΄Γυμνασίου


Ο Φώτης Δούσος γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Ασχολείται με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, την παιδική λογοτεχνία, καθώς και με τη διδακτική της δημιουργικής γραφής. Αυτό το διάστημα εκπονεί διδακτορική διατριβή για τις τεχνικές της πλοκής στο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Ζει στην Κρήτη και έχει δύο παιδιά.

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα

Έμπνευση από έναν πίνακα

Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά