Tα κείμενα επιλέγει ο Φώτης Δούσος*

Φωτογραφία: DEVN

Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και στα δικά τους κείμενα, στη μυθοπλασία που γράφεται από τα ίδια τα παιδιά. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που γράφουμε είναι επειδή δεν μας εκφράζει ποτέ απόλυτα αυτό που μας δίνουν να διαβάσουμε. Κάθε 15 ημέρες παρουσιάζουμε στην Κόκκινη Αλεπού κείμενα παιδιών που παίρνουν μέρος στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής το οποίο εμψυχώνω και που φανερώνουν το τρόπο με τον οποίο αφενός επιλέγουν να εκφράζονται, αφετέρου τι θέλουν να διαβάζουν τα ίδια.

Στην ιστορία του Μάριου Τ. (Στ’ τάξη) που ακολουθεί, έχουμε μια περίπτωση καταιγιστικής δράσης και πολλαπλών ανατροπών. Η ιστορία χτίζεται και οδηγείται στο τέλος της με βάση μια πολύ συγκεκριμένη λογική: η τάξη πρέπει να αποκατασταθεί, ο νόμος να θριαμβεύσει, το «κακό» να τιμωρηθεί. 
Το ίδιο το κείμενο, ωστόσο, βάζει τρικλοποδιά στην εσωτερική του νομοτέλεια και στην κάπως μανιχαϊστική, σε πρώτο επίπεδο, ιδεολογική του τοποθέτηση. Η μεγάλη ανατροπή έρχεται με αυτό το «νόμισε» που έχουμε στην τελευταία πρόταση. Ένα υφολογικό στοιχείο αποκτά εδώ ιδεολογικό βάθος και αποσταθεροποιεί νοηματικά το διήγημα προσθέτοντας μια σοφή αμφισημία… 

Ο κλέφτης

Η ιστορία μας αφορά σε ένα μικρό χωριουδάκι στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στην Πελοπόννησο, όπου οι κάτοικοι του ζούσαν σε παλιά σπίτια… και ήταν πολύ πίσω στην τεχνολογία. Λίγο πιο πέρα, σε ένα άλλο χωριό, κυκλοφορούσε ένας πολύ επικίνδυνος κλέφτης που λήστευε τράπεζες, σπίτια κ.α. με το «έτσι θέλω». Τον ψάχνανε πολλά χρόνια, αλλά δεν ήξεραν που κρυβόταν, ώσπου εντόπισαν τα ίχνη του. Μαθεύτηκε ότι θα πήγαινε στο διπλανό χωριό και για αυτό, οι κάτοικοι του χωριού μας φοβόντουσαν για τα κτήματά τους, τις καλλιέργειές τους και γενικά φοβόντουσαν. Ο δήμαρχος όμως του χωριού δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι και προσέλαβε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να ερευνήσει την κατάσταση, όμως δυστυχώς δεν τα κατάφερε να πάει, διότι μαζί με το αμάξι του έπεσε σε ένα γκρεμό την ώρα που πήγαινε στο χωριό. Τέλος πάντων, μετά από αυτό υπήρξε ξανά πανικός στο καλό μας χωριουδάκι. Μόλις χτύπησε το ρολόι της πλατείας μεσάνυχτα ο κλέφτης έφτασε στο χωριό μαζί με μια μεγάλη βαλίτσα που περιείχε τα πράγματα που χρειαζόταν. Επειδή κατάλαβε ότι οι αστυνομικοί σε λίγο θα ερχόντουσαν να τον πιάσουν, αναγκάστηκε να φύγει. Μόνο ένας αγρότης που καθόταν σε μια καρέκλα και κάπνιζε την πίπα του τον είδε και φώναξε:

-Έι, ποιος είναι εκεί;

-Εεεε, συγγνώμη, ήμουν στην εθνική οδό όταν χάθηκα, που είμαι;, είπε ψέματα.

-Είσαι στο Λατζόι, κοντά στην αρχαία Ολυμπία.

-Α, ευχαριστώ. Υπάρχει κανένα ξενοδοχείο εδώ κοντά;

-Όχι βέβαια, τρελός είσαι; Που να βρεθεί εδώ ξενοδοχείο;

-Ααα, εεεεεε, τότε ενοικιαζόμενα δωμάτια;

-Ούτε.

-Ε, τότε που μπορώ να μείνω για το βράδυ;

-Μπορείς να μείνεις εδώ. Έχω στην ταράτσα ένα δωμάτιο για τους συγγενείς, αλλά τώρα πια πάει πολύς καιρός που έχουν να ’ρθουν, οπότε μπορείς να το χρησιμοποιήσεις εσύ.

-Ευχαριστώ πολύ, είπε και πήγε να «ξαπλώσει».

Δεν θα κοιμόταν εκείνο το βράδυ. Είχε σκοπό να εξερευνήσει το σπίτι και να κλέψει κανένα μικροπραγματάκι όταν ο κύριος που του πρόσφερε το δωμάτιο θα κοιμόταν. Περίμενε λοιπόν να κοιμηθεί ο κύριος και βρήκε την ευκαιρία να κατέβει την σκάλα αλλά… ήταν ξύλινη και καταλαβαίνετε έκανε μερικούς θορύβους. Κατέβηκε, λοιπόν, και συνάντησε το εσωτερικό του σπιτιού. Άκουγε το σιγανό βουητό του ψυγείου και τον θόρυβο που έκανε κανένα αυτοκίνητο όταν περνούσε από τον δρόμο. Είχε φέρει μαζί του έναν φακό και το όπλο του, οπλισμένο σε περίπτωση που κάποιος θα τον έβλεπε. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν και κρύφτηκε πίσω από μια πολυθρόνα. Μετά είδε τον κύριο να μιλάει στο τηλέφωνο και να λέει:

-Ναι, εδώ είναι, μην φοβάσαι, δεν πρόκειται να φύγει. Σου λέω έχω ασφαλίσει όλες τις πόρτες με ένα κλειδί και το έχω δέσει με ένα κορδόνι και το έχω βάλει στον λαιμό μου και όχι δεν με ακούει, είναι στο δωμάτιο, στην ταράτσα. Του είπα ότι είναι για τους συγγενείς όταν έρχονται και όχι για την αίθουσα συνεδριάσεων της μυστικής αστυνομίας της Ελλάδος!

Καταλάθος εκείνη την ώρα, ο κλέφτης, έσπρωξε με το χέρι του μια όχι και τόσο καλά στερεωμένη κανάτα που ήταν πάνω σε ένα τραπεζάκι. Αυτή έπεσε κάτω. 

-Ποιος είναι εκεί; Περίμενε, θα σε πάρω σε λίγο.

Και τότε, ο κλέφτης βγήκε από εκεί που κρυβόταν, έσπασε ένα παράθυρο με μια πέτρα που είχε στην τσέπη του, και βγήκε έξω. Μπορείτε να φανταστείτε τι έγινε; Οι αστυνομικοί τον περίμεναν. Έπειτα από τόσα χρόνια τελικά τον πιάσανε. Και έτσι το χωριό νόμισε ότι θα έμενε ήσυχο για πάντα.

Μάριος Τ.
(Στ’ τάξη)


ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα

Έμπνευση από έναν πίνακα

Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά