Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και στα δικά τους κείμενα, στη μυθοπλασία που γράφεται από τα ίδια τα παιδιά. Άλλωστε ένας από τους λόγους που γράφουμε είναι επειδή δεν μας εκφράζει ποτέ απόλυτα αυτό που μας δίνουν να διαβάσουμε. Από σήμερα και κάθε 15 ημέρες θα παρουσιάζουμε στην Κόκκινη Αλεπού κείμενα παιδιών που παίρνουν μέρος στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής το οποίο εμψυχώνω και που φανερώνουν το τρόπο με τον οποίο αφενός επιλέγουν τα παιδιά να εκφράζονται, αφετέρου τι θέλουν να διαβάζουν τα ίδια.
Σε αυτό το κείμενο η Μελίνα Β. (Δ’ τάξη) μας δείχνει πώς ένα θέμα πολυφορεμένο, κλισέ και διαβρωμένο από τις επιταγές της εμπορικότητας μπορεί να παρουσιαστεί με πρωτοτυπία, φρεσκάδα και τρυφερότητα. Κάθε φράση εδώ, κάθε λέξη σχεδόν, έχει βαρύτητα· μια ποιητική ουσία τις διαπερνά. Το κυριότερο όμως είναι ότι πίσω από τις λέξεις νιώθουμε της αρχετυπικές δυνάμεις της αφήγησης που φτιάχνουν μια ιστορία: τα βαθιά θέλω των ηρώων (που προϋπάρχουν της φυσικής τους παρουσίας!), τα μεγάλα ανυπέρβλητα εμπόδια και το ηρωικό ξεπέρασμά τους.
Ο ταξιδευτής χιονάνθρωπος
Φτιάξανε κάποτε σε μια χιονισμένη κοιλάδα ένα στρουμπουλό χιονάνθρωπο. Ήτανε πολύ μεγάλος, με σώμα από τέσσερις μπάλες, ένα τεράστιο καρότο για μύτη και κάρβουνα για μάτια και στόμα. Του είχανε φορέσει ένα μαύρο καπέλο κι ένα κασκόλ με πορτοκαλί ρίγες. Όταν νύχτωσε κι έμεινε μόνος του, ένα αστέρι έπεσε από τον ουρανό και κουτούλησε πάνω του. Κάθισε στο καρότο της μύτης του και τον φώτισε με τη λάμψη του.
– ”Πώς σε λένε;” τον ρώτησε.
– ”Δεν έχω όνομα”, είπε αυτός.
– ”Να σε λέω ‘Πυγολαμπίδα;”’
– ”Ναι!”, είπε ο χιονάνθρωπος χαρούμενος.
– Τώρα είχε και όνομα. Έγιναν φίλοι με το αστέρι και έτσι του αποκάλυψε το μυστικό του.
– ”Θέλω να δω από κοντά τον Άγιο Βασίλη. Εσύ που ήσουνα ψηλά στον ουρανό και τα έβλεπες όλα, μήπως ξέρεις πού είναι;”
– ”Ξέρω”, απάντησε το αστέρι. ”Ζει στο τέλος του χιονισμένου χωριού στον Βόρειο Πόλο”.
– ”Είναι μακριά;” ρώτησε ο χιονάνθρωπος.
– ”Όχι και πολύ μακριά. Αν ξεκινήσουμε μόλις ξημερώσει, θα έχουμε φτάσει ως το απόγευμα. Όμως εσύ, γιατί θέλεις να τον δεις; Είσαι χιονάνθρωπος, όχι παιδί! Θέλεις να σου δώσει δώρα;”.
– ”Όχι, δε θέλω δώρα. Θέλω μόνο να τον γνωρίσω και να με πάρει μαζί του στο έλκηθρό του. Θέλω να ταξιδεύω μαζί του. Θέλω να γίνω ο βοηθός του. Το ήθελα κι όταν ήμουνα απλό χιόνι. Τον έβλεπα κάθε Χριστούγεννα να περνά με το έλκηθρό του από πάνω μου και του φώναζα γιατί ήθελα να πάω μαζί του. Αλλά εκείνος δε με άκουγε ποτέ. Κι εγώ τότε δεν μπορούσα να κουνηθώ. Όμως, τώρα που με έφτιαξαν χιονάνθρωπο, μπορώ! Και θέλω να πάω να τον βρω!”
Το αστέρι δέχτηκε να τον βοηθήσει και ξεκίνησαν μόλις ξημέρωσε. Μα δεν ήταν τόσο εύκολο να συναντήσει κανείς τον Άγιο Βασίλη. Είχε πάντα πολλή δουλειά κι ήταν και πολύ ντροπαλός. Γι’ αυτό πήγαινε στα σπίτια των παιδιών βράδυ. Για να μην τον δούνε. Ντρέπεται πολύ. Είχε, λοιπόν, φύλακα έξω από το σπίτι του τον ήλιο που εμπόδιζε όποιον ήθελε να τον συναντήσει στο μακρινό του σπίτι. Ο χιονάνθρωπος μόλις είδε τον ήλιο, ταράχτηκε. Ήθελε να δει τον Άγιο Βασίλη, αλλά δεν ήθελε να λιώσει! Το αστέρι που δεν κινδύνευε πήγε να του μιλήσει.
– ”Δεν πας καμιά βόλτα;” του είπε.
– ”Όχι, δεν πάω”, απάντησε ο ήλιος. ”Δε βλέπω τον χιονάνθρωπο εκεί πίσω κρυμμένο, νομίζεις; Γιατί θέλετε να με διώξετε; Ο Άγιος Βασίλης έχει πολλή δουλειά. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και δεν έχει τελειώσει ακόμη με τις παραγγελίες του! Άντε φύγετε, στο καλό να πάτε! Δε θα σας αφήσω να τον δείτε. Κάθε μέρα διώχνω ένα σωρό κόσμο από δω. Μη με αναγκάσετε να σας κάψω!”
– Το αστέρι πήγε στον χιονάνθρωπο με κατεβασμένες τις γωνίες του.
– ”Δε μας αφήνει”, του είπε.
– ”Τι θα κάνουμε;” ρώτησε ο χιονάνθρωπος λυπημένος. ”Φτάσαμε μέχρι εδώ και δεν θα καταφέρω να τον δω;”
– Κάθισαν και περίμεναν εκεί για αρκετή ώρα μήπως τους έρθει καμιά ιδέα. Ο ήλιος τους έβλεπε από μακριά και τους κοίταζε άγρια γιατί όλο και πλησίαζαν σιγά-σιγά.
– ”Ναι, νομίζετε ότι δε σας καταλαβαίνω;” τους φώναξε. ”Εσύ, κυρ-χιονάνθρωπε, θα λιώσεις δεν την γλιτώνεις!”
Κάποια στιγμή, ο Άγιος Βασίλης βγήκε στην πόρτα του σπιτιού του γιατί άκουσε τις φωνές και ήθελε να δει τι συμβαίνει. Ο χιονάνθρωπος δεν έχασε χρόνο, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το μέρος του και στο δρόμο έλιωνε σιγά-σιγά. Ο Άγιος Βασίλης αμέσως είπε στον ήλιο να κρυφτεί κι εκείνος στραβομουτσούνιασε λίγο, αλλά τον υπάκουσε. Μέχρι να φτάσει ο χιονάνθρωπος στον Άγιο Βασίλη είχε χάσει δύο μπάλες από το σώμα του. Είχε μείνει ο μισός, αλλά έφτασε τελικά.
– ”Ήθελα τόσο να σε δω!” ψιθύρισε.
– ”Κι άξιζε να λιώσεις;” ρώτησε ο Άγιος Βασίλης.
– ”Ναι, ναι, ναι!” φώναξε αυτός.
– Ο Άγιος Βασίλης συγκινήθηκε κι έπιασε μια χιονόμπαλα από τη γη.
– ”Έλα να σε ξαναφτιάξω!” του είπε χαμογελώντας και άφησε πάνω του το φρέσκο χιόνι.
Μελίνα Β.
(Δ’ τάξη)