Τα κείμενα επιλέγει ο Φώτης Δούσος*

Photo by Jakob Owens on Unsplash

Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και στα δικά τους κείμενα, στη μυθοπλασία που γράφεται από τα ίδια τα παιδιά. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που γράφουμε είναι επειδή δεν μας εκφράζει ποτέ απόλυτα αυτό που μας δίνουν να διαβάσουμε. Κάθε 15 ημέρες παρουσιάζουμε στην Κόκκινη Αλεπού κείμενα παιδιών που παίρνουν μέρος στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής το οποίο εμψυχώνω και που φανερώνουν το τρόπο με τον οποίο αφενός επιλέγουν να εκφράζονται, αφετέρου τι θέλουν να διαβάζουν τα ίδια.

Η Λυδία Α. (Ε’ δημοτικού) φτιάχνει μια ευφάνταστη ιστορία, με σασπένς, γρήγορες ταχύτητες και αναπάντεχη πλοκή. Το υποδόριο χιούμορ που διαπερνά το κείμενο συνομιλεί με το γκροτέσκο στοιχείο και συντελεί στην ανάδειξη ενός καίριου θεματικού πυρήνα: την ανάγκη για ενσυναίσθηση. Η αναταραχή που απεικονίζεται στο κείμενο θα αποκατασταθεί μόνο όταν οι άνθρωποι «ακούσουν» τα παπούτσια τους. Πόσοι επάλληλοι κύκλοι συμβολισμών απορρέουν από αυτό το αίτημα…

Παπούτσια

Η ιστορία αυτή εξελίσσεται πριν από λίγες μέρες. Μέσα σε ένα σπίτι, ένα μωρό ουρλιάζει και κλαίει επειδή πρέπει να πάει βόλτα κι έτσι σβέλτα η μητέρα του τρέχει στο δωμάτιό της, ντύνεται στα γρήγορα και τρέχει πίσω στο σαλόνι. Προσπαθεί να ηρεμήσει το μωρό, αλλά τίποτα… Και όχι τίποτα άλλο, τώρα κλαίει και το άλλο της μωρό, γιατί πρέπει να το αλλάξει! Μπροστά στο δίλημμα η γυναίκα αποφασίζει να βάλει τα παπούτσια στο μικρό που θέλει βόλτα, μα δεν μπορεί.

Όταν βάζει το παπούτσι στο μωρό, το παπούτσι γίνεται 44 νούμερο και όταν του το βγάζει 13, δηλαδή το νούμερό του. Έτσι το παρατάει και τρέχει πάλι πίσω σε αυτό που θέλει άλλαγμα. Όμως κουνιέται συνέχεια κι έτσι το περιεχόμενο της πάνας δεν καταλήγει στον ντενεκέ, αλλά στο πάτωμα. Η μαμά απελπισμένη, του αλλάζει πάνα, το βάζει στο καρότσι του και βάζει μια τρεχάλα στο μπάνιο και πάλι πίσω στο δωμάτιο και σκουπίζει το πάτωμα. Εντωμεταξύ, το άλλο μωρό τσιρίζει λες και το σφάζουνε. Έτσι η μαμά εξουθενωμένη τρέχει πίσω στο σαλόνι δε βάζει στο μωρό τα παπούτσια, τα βάζει σε μια σακούλα, παίρνει το καρότσι και βγάζει τα δίδυμα βόλτα.

Το σχέδιό της ήταν να πάει και στον τσαγκάρη για να του δώσει τα παπούτσια να τα φτιάξει. Οπότε περνάει από το τσαγκαράδικο και δίνει τα παπούτσια στον τσαγκάρη.

– Καλημέρα σας κυρία μου, της λέει ο τσαγκάρης.

– Γεια σας. Κάτι τρέχει με αυτά τα παπούτσια. Το πρωί προσπαθούσα να τα βάλω στο παιδί μου, αλλά όταν της τα έβαζα το παπούτσι γινόταν 31 νούμερα μεγαλύτερο! Κι όταν της το έβγαζα γινόταν 13 νούμερο που είναι το νούμερό της, του λέει.

– Χμ….Θα το δω… Παρεμπιπτόντως με λένε Έντι. Θα με βρείτε στο τηλέφωνο 2108953772.

– Εντάξει! Σας ευχαριστώ πολύ.

Έτσι η γυναίκα συνέχισε τον δρόμο της. Μόλις έφτασε στο πάρκο, που ήταν 15 λεπτά δρόμος από το τσαγκαράδικο, χτυπάει το τηλέφωνό της:

– Παρακαλώ;

– Γεια σας, ο Έντι είμαι.

– Α…Ωραία! Τελικά, τι έγινε με τα παπούτσια;

– Ειλικρινά δεν ξέρω. Αλλά πριν από λίγο ήρθε πάλι ένας κύριος, ο οποίος είχε ακριβώς το ίδιο πρόβλημα με εσάς.

– Ωχ, όχι!

– Δεν ξέρω πραγματικά τι να κάνω! Συγγνώμη, αλλά τα παπούτσια δε φτιάχνονται.

– Οκ. Σας ευχαριστώ όμως που με βοηθήσατε. Θα έρθω σε 20 λεπτά από εκεί να τα πάρω.

– Εντάξει.

Έτσι η γυναίκα αναστέναξε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Πέρασε έξω από ένα κατάστημα παπουτσιών και κοντοστάθηκε. Μέσα γινόταν πανδαιμόνιο! Παπούτσια πέταγαν δεξιά και αριστερά, παντόφλες κυνηγούσαν τους πελάτες και του πωλητές, τσιρίδες, κλάματα! Ξαφνικά η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε και πετάχτηκαν έξω καμιά εκατοσταριά άνθρωποι, ακολουθούμενοι από παπούτσια!

– Ζήτω η επανάσταση!, ούρλιαξε μια μπλε σαγιονάρα.

– Σόλες, κορδόνια, ελευ-θε-ρία!, μούγκρισε ένα μαύρο σανδάλι.

Η γυναίκα, απορημένη, πλησίασε και ρώτησε έναν άνδρα τι συμβαίνει:

– Δεν ξέρω, ήρθε η απάντησή του, δοκίμαζα εκείνα τα παπούτσια και εντελώς απροειδοποίητα μου όρμηξαν!

– Άκουσα να λένε κάτι σαγιονάρες πως είναι η ώρα να επαναστατήσουμε! φώναξε μια γυναίκα.

Η γυναίκα απέκρουσε με την τσάντα της ένα παπούτσι που είχε βάλει στόχο το μωρό της, το άρπαξε και το ρώτησε:

– Τι συμβαίνει;

– Μα δεν έχεις καταλάβει, μαντάμ; Κάνουμε την πιο μεγάλη παπουτσιστική επανάσταση του κόσμου!

– Ναι, αλλά γιατί;

– Άκουσέ με πολύ προσεκτικά! Εμείς τα παπούτσια ζούμε πολύ δύσκολες ημέρες τώρα τελευταία, επειδή εσείς οι άνθρωποι μας φοράτε χωρίς να μας ρωτάτε αν είμαστε εντάξει ή αν μας μυρίζουν τα πόδια σας. Να ξέρετε πως κι εμείς έχουμε άποψη!

Η γυναίκα είχε σαστίσει τόσο πολύ που αγνόησε το παπούτσι το οποίο είχε κάνει άλλη μια απόπειρα να χτυπήσει το μωρό της. Όταν κατάλαβε, ανέβηκε σε ένα παγκάκι κι εξήγησε φωναχτά σε όλους τι είχε συμβεί. Την άκουσαν προσεκτικά. Έπειτα, όλοι ζήτησαν συγγνώμη από τα παπούτσια και τους υποσχέθηκαν πως από εδώ και πέρα θα νοιάζονται για εκείνα. Όταν ξέμπλεξε από εκεί κατευθύνθηκε προς το μαγαζί του Έντι. Μόλις έφτασε του εξήγησε τι είχε συμβεί και εκείνος συγκλονίστηκε.

– Αλήθεια;, τη ρώτησε.

– Φυσικά!, του είπε. Όμως χρωστάμε μία συγγνώμη στα παπούτσια. Δε νομίζεις;

– Εμ…ναι!

Έτσι, η γυναίκα προχώρησε μέσα στο τσαγκαράδικο κι έπιασε απαλά ένα παπούτσι και του είπε:

– Με συγχωρείς! Δεν είχαμε ιδέα για την παπουτσιστική επανάσταση. Τρομάξαμε πολύ! Και νομίζω πως μας άξιζε. Σε παρακαλώ, μετέφερέ το και στους φίλους σου.

Πιστεύω πως αυτός ο ξεσηκωμός είχε αποτέλεσμα, γιατί ακούω συχνά από τα ανοιχτά παράθυρα:

– Είστε βολικά εκεί μέσα;

Λυδία Α.
(Ε’ δημοτικού)

ΜΟΙΡΑΣΕ ΤΟ

Διαβάστε ακόμα

Έμπνευση από έναν πίνακα

Τι αρέσει στα παιδιά να διαβάζουν; Αν θέλουμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη, θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά