Μια φίλη από τα παλιά
Ένα βροχερό απόγευμα, μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω, αποφάσισα να συγυρίσω κάτι κούτες. Πήρα βαθιά ανάσα, σήκωσα τα μανίκια κι ετοιμάστηκα. Έχουμε και λέμε: ένα παλιό σετ φλιτζανιών, ένα κάδρο όπου μέσα του αναπαυόταν όλο χάρη ένα κέντημά μου φτιαγμένο σε ηλικία οκτώ χρονών, ένα παλιό φόρεμα σκέτη φρίκη, που η μητέρα μου επέμενε να φοράω τις Κυριακές και τέλος… Ω, ναι, δεν το πίστευα. Κάποια από τα αγαπημένα μου παιδικά βιβλία, που νόμιζα πως είχα για πάντα χάσει, βρίσκονταν τώρα μπροστά μου. Ευλαβικά και με κρυφή συγκίνηση ξαναέπιασα στα χέρια μου το πρώτο. Το καθάρισα λίγο από τη σκόνη, προσεκτικά μη τυχόν και μου πάθει τίποτα, έριξα ένα δυο φτερνίσματα και άρχισα να το ξεφυλλίζω.
«Γιατί προχωράς με την πλάτη;»
«Γιατί προχωράω με την πλάτη;» διαμαρτυρήθηκε. «Είναι ή δεν είναι ελεύθερη τούτη η χώρα, ε; Δεν μπορώ να περπατάω όπως μου αρέσει;»
«Γιατί έχεις βάλει το άλογο στη βεράντα;»
«Μμμμ» μούγκρισε αφού σκέφτηκε για λίγο. «Αν το έβαζα στην κουζίνα θα την έφραζε κάπως κι όσο για το σαλόνι, νομίζω πως θα το έβλαπτε στην ανάπτυξή του».
Τα λόγια αυτά ανήκουν σ’ ένα κορίτσι που είναι παγκοσμίως γνωστό. Το όνομά της, Πίπη Φακιδομύτη. Η ηρωίδα που επινόησε η διάσημη Σουηδέζα συγγραφέας Astrid Lindgren το 1941 για χάρη της επτάχρονης κόρη της, η οποία ήταν αναγκασμένη λόγω πνευμονίας να μείνει για αρκετό καιρό στο κρεβάτι. To πρώτο βιβλίο εκδόθηκε τελικά το 1945. Χαμογέλασα. Χάρηκα, χάρηκα πολύ! Η Πίπη Φακιδομύτη, αυτό το ασουλούπωτο κορίτσι που τολμούσε να μπει στη μύτη των μεγάλων, που είχε το θάρρος να τα βάλει με μάγκες, μού κράτησε αμέτρητα απογεύματα και βράδια συντροφιά. Εκείνη έδινε τις απαντήσεις που συχνά θα ήθελα να είχα δώσει εγώ σε αντιπαθητικές και ψηλομύτες συμμαθήτριές μου και φυσικά σε όποιον εξυπνάκια νόμιζε πως είχε το δικαίωμα να πειράζει και να ενοχλεί. Κάνοντας παρέα μαζί της έπαιρνα λίγο από την υπερφυσική της δύναμη, γινόμουν και εγώ μια μικρή ηρωίδα που καταφέρνει να τα βάλει με νταήδες στη γειτονιά και στο σχολείο, που πειράζουν αδύναμα παιδιά. Είχε το θάρρος, που έλειπε από εμένα. Η Πίπη Φακιδομύτη με ενέπνευσε, με παρότρυνε ψιθυρίζοντάς μου στο αυτί, να έχω το θάρρος της γνώμης μου, να υπερασπίζομαι το δίκιο το δικό μου, αλλά και των άλλων και τέλος να μην ξεχνάω να προσπαθώ να κάνω συναρπαστική και την πιο βαρετή στιγμή. Ήθελα να ξαναθυμηθώ μέσα από τις σελίδες του βιβλίου όλα αυτά τα χαριτωμένα και ωραία που μόνο εκείνη ξέρει να κάνει.Ήθελα να βρεθώ ξανά στη Βιλεκούλα, να δω την Πίπη να παίζει κυνηγητό με αστυφύλακες, να πηγαίνει σε τσάι κυριών, να δέχεται κλέφτες στο σπίτι της και τόσα άλλα.
Για άλλη μια φορά κατάλαβα πως δε μπορούσα να αντισταθώ, να μην χαθώ στις σελίδες ενός βιβλίου. Οι κούτες μπορούσαν να περιμένουν…