Τα χρόνια εκείνα τα παιδικά, όταν ακόμα δεν είχε μπει στη ζωή μας η τηλεόραση κι ακούγαμε στο ραδιόφωνο τις ιστορίες της θείας Λένας, είχα το διάβασμα για συντροφιά. Θυμάμαι πως στην αρχή κάθε μήνα αγόραζα κι ένα νέο βιβλίο από το βιβλιοπωλείο του κ. Μακρή στην Καλαμάτα, επί της οδού Αριστομένους, κοντά στο κατάστημα του πατέρα μου. Τα πιο πολλά ήταν παραμύθια, μυθολογία, διασκευές κλασσικών έργων και βιβλία γνώσεων. Επίσης, αγόραζα Κλασσικά Εικονογραφημένα από το περίπτερο της γειτονιάς μου και μέχρι να τελειώσω το δημοτικό είχα ολόκληρη συλλογή.
Ξεκίνησα να ξεφυλλίζω βιβλία πολύ μικρή. Όχι απαραιτήτως παιδικά, αλλά και ό,τι διάβαζαν οι μεγάλοι στο σπίτι. Εκείνο όμως που κρατώ ως πολύτιμη ανάμνηση ήταν Τα Χελιδόνια του Ζαχαρία Παπαντωνίου, μια συλλογή με παιδικά ποιήματα, δώρο της κυρίας Μαρί Παπαδοπούλου, της δασκάλας μου στην πρώτη δημοτικού. Ένα από τα ποιήματα, όταν το διάβαζα ένοιωθα δέος. Ήταν η Κατάρα του Πεύκου. Το ξανασυνάντησα τον επόμενο χρόνο στα Ψηλά Βουνά, ένα γνήσιο παιδικό μυθιστόρημα εποχής του Ζαχαρία Παπαντωνίου, όπου η περιπέτεια στην ορεινή Ρούμελη γοητεύει, το κοινωνικό συναίσθημα υπερτερεί και η αγάπη για τη φύση και το περιβάλλον ξεχειλίζει. Είχα γίνει αχώριστη με αυτό το βιβλίο για ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Περιείχε μάλιστα και στοιχεία θρίλερ. Κι αν βράδυ έφτανα στο κεφάλαιο του Αραπόβραχου κι αντίκρυζα την ανθρωπόμορφη εικόνα του βουνού στο δεξί της σελίδας, ένας παράξενος φόβος με τύλιγε κι έκλεινα απότομα το βιβλίο. Επιστρέφοντας, όμως, στο ίδιο σημείο την επομένη, τα έβλεπα όλα διαφορετικά κάτω από το φως της μέρας και αναρωτιόμουν αν ήταν η νύχτα υπεύθυνη για όλη αυτή τη σκοτεινιά και την ανατριχίλα.
Ένα ολόκληρο καλοκαίρι ζούσα στον απόηχο της Κατάρας του Πεύκου. Του πεύκου που «έκρουε στα ουράνια» και άπλωνε τα κλωνάρια του για να δροσιστεί το κοπάδι. Και τη νεράιδα που είχε για σπίτι της το κορμί του. Ώσπου ήρθε μια χρονιά ο Γιάννης από το Πουρνάρι και πελέκησε τον Πεύκο με το τσεκούρι του για να βγάλει ρετσίνι. Την άλλη χρονιά τον ξαναπελέκησε και την τρίτη άρχισε να υπολογίζει πόσα ξύλα θα είχε αν τον έκοβε ολάκερο ώστε και να έχει αρκετά να κάψει το χειμώνα στο τζάκι και να πουλήσει άλλα τόσα στα γύρω χωριά. Ο πεύκος, όμως, την ώρα που έπεφτε τον καταράστηκε. Κι ενώ εκείνος κίνησε να πάει στα χωριά να ειδοποιήσει πως έχει ξύλα για πούλημα, ποτέ δεν έφτασε. Γιατί τα δέντρα, βλέποντάς τον, περπατούσαν κι έφευγαν, ο λόγγος απομακρυνόταν και οι πηγές στερεύανε στο πέρασμά του. Κατάκοπος και διψασμένος περπατούσε για μήνες κι όλο στον ίδιο τόπο βρισκόταν. Ώσπου σωριάστηκε.
Όλα αυτά στα Ψηλά Βουνά, την πιο παλιά και πιο ταλαιπωρημένη έκδοση που είχαμε στο σπίτι. Τσαλακωμένες σελίδες, ξεθωριασμένο εξώφυλλο και το όνομα της μάνας μου και του αδελφού της γραμμένο με μελάνι στην ταυτότητα του βιβλίου. Υπήρξε το αναγνωστικό τους στην 3η δημοτικού. Ημερομηνία έκδοσης 1918. Το έχω ακόμη αυτό το βιβλίο με τις χαρακτηριστικές ασπρόμαυρες εικόνες του Πέτρου Ρούμπου, σημαντικού ζωγράφου και γλύπτη της εποχής εκείνης. Ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα και με συνδέουν μαζί του συναισθηματικοί δεσμοί. Το πεύκο και η ιδέα της νεράιδας που κοιμόταν μέσα του με απασχολούσε για πολλά χρόνια. Έτσι έγραψα τον Βόρακα, τον Κόρακα και τη Σονάτα της Φανής.
Η Γεωργία Γαλανοπούλου σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία στο Scripps College των ΗΠΑ και ειδικεύτηκε στη λογοτεχνία του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα. Συνέχισε τις σπουδές της στο Columbia University, στο UCLA και στο University of Southern California, όπου και δίδαξε λογοτεχνία. Εργάστηκε πάνω από είκοσι χρόνια στο Τμήμα Δημοσίων Υποθέσεων της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, με αντικείμενο την πολιτιστική διπλωματία. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη μετάφραση, τη βιβλιοκριτική και τη συγγραφή. Το πρώτο της βιβλίο, «Η Πριγκίπισσα Μπέρτα» κυκλοφόρησε το 1996 (εκδ. Δελφίνι) και ακολούθησαν τα «Μπέογουλφ», «Η μαγική κάπα του Άλμπεριχ», «Ο Βόρακας, ο κόρακας και η σονάτα της Φανής» κ.ά. Το 2017 τιμήθηκε με το Βραβείο «Πηνελόπη Δέλτα» του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου που απονέμεται σε συγγραφέα παιδικού βιβλίου για το σύνολο του έργου του και το 2019, πάλι από τον Κύκλο, για το βιβλίο της «Οι Ψηλοκάραβοι» (εικ. Κατερίνα Χαδουλού, εκδ. Πατάκη).