
Κείμενο: Χρήστος Μπουλώτης
Εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη
Εκδόσεις: Καλέντης
Χρονιά έκδοσης: 2025
Ηλικίες: 5+, 7+
Ορίστε λοιπόν το θαυμαστό ταξίδι ενός μικρού κουκουτσιού. Ένα μικρό συννεφάκι έτρωγε βερίκοκα, και ένα από τα κουκούτσια τους το έκανε σφυρίχτρα και, όταν το βαρέθηκε, το πέταξε στη γη. Εκείνο προσγειώθηκε σε ένα παραπεταμένο και μοναχικό κόκκινο γοβάκι, και με τρόπο μαγικό, σπόριασε και φύτρωσε μες στο παπούτσι μια υπέροχη βερικοκιά, ήδη γεμάτη με ζουμερά βερίκοκα. Ξετρελάθηκε το γοβάκι, άρχισε να περιδιαβαίνει τον κόσμο κι όλοι το αγαπούσαν και το ακολουθούσαν για να γεύονται τα νόστιμα βερίκοκα. Μέχρι και το ταίρι του βρήκε! Όχι βέβαια εκείνο που θα περιμέναμε, μα μια ξεχαρβαλωμένη στρατιωτική μπότα, που είχε στιγματιστεί ως λιποτάκτης. Μαζί έκαναν ένα υπέροχο ζευγάρι, που διόλου αταίραστο δεν έμοιαζε τελικά. Το γοβάκι με τη βερικοκιά ενέπνευσαν καλλιτέχνες, μεγάλους και παιδιά, και ήταν ένα θαύμα να βλέπεις και να ακούς την ιστορία τους.
Μια πανέμορφη ιστορία, με φαντασία και καθόλου διδακτισμό, με τα νοήματα και τα μηνύματα να βγαίνουν μέσα από καταστάσεις και στιγμές και να μη χρειάζονται καμία επεξήγηση – όπως αρμόζει δηλαδή. Μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες ο καλός συγγραφέας Χρήστος Μπουλώτης. Πολλή μαγεία, περισσότερη ελαφράδα, μια πρέζα χιούμορ και μερικά κλεισίματα ματιού και η συνταγή δεν αποτυγχάνει. Τα παιδιά ακολουθούν απρόσκοπτα τις περιπέτειες των ηρώων, γελάνε με το συννεφάκι, συμπονούν το γοβάκι, θαυμάζουν την μπότα και τους ανοίγει η όρεξη για μυρωδάτα βερίκοκα (τι, μόνο εγώ;). Ίσως εμπνέονται κι αυτά να φτιάξουν ζωγραφιές και τραγούδια για να υμνήσουν την παπουτσοβερικοκιά, όπως και τα παιδιά στην ιστορία. Άλλωστε, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχει χώρος και ενθάρρυνση για προσωπική δημιουργία, όπου τα παιδιά καλούνται να φανταστούν και να απεικονίσουν κι άλλες στιγμές από το θαυμαστό ταξίδι της βερικοκιάς.
Η εικονογράφηση της Στεφανίδη, φωτεινή, ζωηρή και ονειρική, επιτείνει ακόμα περισσότερο την παιχνιδιάρικη και παραμυθένια ατμόσφαιρα της ιστορίας. Με χρώματα και γραμμές που μπλέκονται σα να τα φυσάει ένα αεράκι, με φιγούρες παλιών παιχνιδιών και παραμυθιών (παπάκια με ρόδες, ξύλινες μαριονέτες, στρατιωτάκια και πιθηκάκια με πιατίνια), δίνει έμφαση στην αίσθηση του παλιού και νοσταλγικού που άλλωστε υπονοεί και το κείμενο (“άρχισε το κουκούτσι να σφυρίζει μελωδικά τον εθνικό ύμνο των παλιών παιχνιδιών και κάτι χαρούμενα παιδικά τραγούδια που μίλαγαν για μαγικά κουμπιά”).
Ωστόσο, τόσο το κείμενο όσο και η εικονογράφηση παραμένουν σύγχρονα και γλυκά, και δεν εμμένουν με κανέναν απολύτως τρόπο σε μια μεγαλίστικη “νοσταλγολαγνεία”, αντιθέτως, χρησιμοποιούν την έννοια αυτή για να υπογραμμίσουν την αίσθηση του παραμυθένιου ταξιδιού που ενώνει χώρες, εποχές, αναμνήσεις και ηλικίες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο τέλος, όταν βερικοκιά και γοβάκι γίνονται η μούσα σπουδαίων καλλιτεχνών, τα καλύτερα έργα τελικά τα σκαρώνουν τα παιδιά.
Γενικά ο Μπουλώτης στα βιβλία του αφήνει πάντα μια πόρτα ανοιχτή μεταξύ παλιού και καινούριου, ενήλικου και παιδικού, σύγχρονου και ξεχασμένου, και τα καλεί να περπατήσουν χέρι με χέρι για να μάθει το ένα στο άλλο τον δικό του δρόμο και τα μαγικά του. Και το κάνει πάντα με τρυφερότητα και επιτυχία και -ποιος ξέρει; ίσως μια μέρα το θαύμα γίνει πραγματικά…