Κοντεύω να σκάσω και δεν ξέρω πώς να σας πω το γιατί. O κύριος Σωκράτης έχασε τον φίλο του τον μοναδικό, τον Μίλτο. Πάνε δυό μήνες τώρα κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση, ούτε καν ένα κούνημα της ουράς. Χάθηκε λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, η γη έξω από το οδοντιατρείο που τον άφησε για λίγο. Το οδοντιατρείο όπου τον συνάντησε για πρώτη φορά, μα κοίτα κάτι παράξενα πράγματα. Εκεί που μοιράστηκαν ένα σουβλάκι και μια σοκολάτα. Κι ύστερα περπάτησαν ως το σπίτι του κυρίου Σωκράτη. Μα ο Μίλτος δεν ξανάφυγε απ’ αυτό, λες και δεν υπήρχαν πια ούτε δρόμοι, ούτε πλατείες, ούτε οι απροσδόκητες χαρές που μαζί με τις δυσάρεστες εκπλήξεις περιμένουν τα αδέσποτα σε κάθε γωνιά.
Με τα λυπημένα μάτια του κοίταζε σαν καθρέφτης τον κύριο Σωκράτη και τον περίμενε, βράχος ακλόνητος, κάθε μέρα έξω από την πόρτα. Ώσπου, νηστικός και παγωμένος από το κρύο, αρρώστησε κι η καρδιά του κυρίου Σωκράτη μαλάκωσε. Κάπως έτσι βρέθηκε από το πεζοδρόμιο στο σαλόνι και άρχισαν οι αγκαλιές κι οι χαρές απ΄την πλευρά του κι η κουβέντες από την πλευρά του νέου του συγκάτοικου, ο οποίος καλά καλά δεν κατάλαβε πώς υιοθέτησε ένα αδέσποτο. Τόσο πολύ τον αγάπησε που δε μπορούσε καν να φανταστεί πως ο Μίλτος μπορεί και να είχε χαθεί από κάποιο άλλο σπίτι πρωτύτερα κι ίσως να τα ‘φερνε έτσι η ζωή, που να επέστρεφε σ’ αυτό. Αυτή η ιδέα τον βασάνιζε τώρα που τον έχασε, μπας και ξαναγύρισε στο παλιό του σπίτι, μήπως εκεί περνούσε καλύτερα;
Κι οι μέρες περνούσαν με μεγάλη λύπη, σάμπως τα μάτια του Μίλτου, που κάποτε ήταν τόσο θλιμμένα, να έγιναν ο χτύπος της καρδιάς του Σωκράτη. Τακ, ταακ, τααακ. Μέχρι που ο δρόμος του συναντήθηκε με τον δρόμο του ασχημούλη Αρίστου, που δεν ήταν σαν τον Μίλτο βέβαια, αλλά μπορούσε να του κρατά συντροφιά κι ίσως, αν μια μέρα ο Μίλτος ξαναγύριζε, να γίνονταν οι τρεις τους καλή παρέα.
Ουφ, ορίστε, σας την είπα την ιστορία. Καταλάβατε τώρα γιατί είμαι σκασμένος. Αλλά,θα πείτε, έτσι είναι η ζωή. Μιά χαρές και μιά λύπες, φτάνει να’χεις την καρδιά και τα μάτια σου ανοιχτά για να μπαίνεις στον χορό.Αλλιώς, τι; Αν δεν μοιράζεσαι σουβλάκια, σοκολάτες και βόλτες τι άλλο έχει μεγαλύτερη αξία;
Ωπ, σταθείτε δυό λεπτά γιατί ακούω τη φωνή του Ευτύχη!
‘’Κατ Γάτοβιτς! Πού είσαι αγόρι μου; Έλα να δεις τι έφερα! Λιχουδιές για σένα κι ένα ωραίο βινύλιο για ν’ ακούσουμε παρέα. Πάρε θέση!’’
Ο Μίλτος – Ξένια Καλογεροπούλου
Εικονογράφηση:Φίλιππος Φωτιάδης
Εκδόσεις Πατάκη
Jane Siberry – Everything Reminds Me Of My Dog, Bound by the beauty (1989)